Επιστολή παραίτησης του Ν. Κοτζιά από μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ (7.7.1989)

Στα πλαίσια της κρίσης που ξέσπασε στο ΚΚΕ και την ΚΝΕ μετά την απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Συνασπισμού για συμμετοχή στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ υπό τον Τζ. Τζανετάκη, το μέλος της ΚΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής της Νίκος Κοτζιάς παραιτήθηκε. στις 7 Ιούλη 1989. Τους λόγους τους εξήγησε σε επιστολή που απεύθυνε στην ΚΕ και στο επόμενο (13ο) συνέδριο του ΚΚΕ. Στην επιστολή καταγράφεται η συζήτηση και οι διαφωνίες στο ΚΚΕ, αλλά και ο γραφειοκρατικός και αντιδημοκρατικός χειρισμός τους από την ηγεσία του ΚΚ. Η επιστολή δόθηκε στη δημοσιότητα πολύ αργότερα, όταν εκδόθηκε το βιβλίο «Για μια συζήτηση που δεν έγινε» των Ν. Κοτζιά και Κώστα Μπατίκα με κείμενα από ην αντιπαράθεση στο ΚΚΕ για την συμμετοχή του στα πλαίσια του Συνασπισμού στην συγκυβέρνηση Τζανετάκη.

Το πλήρες κείμενο της επιστολής είναι το εξής:

Προς την ΚΕ του ΚΚΕ και το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ

Υποβολή παραίτησης του Ν. Κοτζιά

από μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και από υπεύθυνο μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

Α. Είναι ολοφάνερο ότι σ’ ένα γράμμα δεν είναι δυνατόν να βάλω το σύνολο των σκέψεων μου. Αυτό ίσως το κάνω αργότερα. Οι αιτίες που με οδηγούν σε παραίτηση είναι δύο αλληλοσυνδεμένες. Η μία είναι η γραμμή του κόμματος, που βρίσκεται σήμερα πλέον ολοκληρω­τικά εκτός 12ου Συνεδρίου και με την οποία όχι μόνο δεν είμαι σύμ­φωνος αλλά ούτε διατεθειμένος να πάρω την ιστορική της ευθύνη. Ο δεύτερος και ίσως πιο σπουδαίος λόγος είναι ότι δεν υπάρχουν σήμε­ρα περιθώρια δημοκρατικού αντιπαλέματος αυτής της γραμμής στα πλαίσια της ΚΕ. Πολλοί ίσως είναι ικανοποιημένοι από τη λειτουργία της ΚΕ. Ιδιαίτερα όταν αυτοί έχουν σαν μέτρο σύγκρισης την αστική δημοκρατία ή το παρελθόν του κινήματος. Για μένα μέτρο σύγκρισης είναι και ήταν οι ανερχόμενες κοινωνικές απαιτήσεις για δημοκρατία, η πολυπλοκότητα της εποχής μας, οι μελλοντικές ανάγκες του κινή­ματος. Η πείρα που έχω από τη ζωή της ΚΕ, ιδιαίτερα οι τελευταίοι μήνες, μου διναν ένα αίσθημα μουγγαμάρας. Υπάρχουν μέλη της ΚΕ που κατακευρανώνονται για τις απόψεις που διατυπώνουν μέσα στο όργανο και μέλη της ΚΕ που μπορούν να λένε δημόσια ό,τι θέλουν. Αλλά δεν είναι αυτό το κύριο.

Το κύριο είναι ότι τις μεγάλες αλλαγές στην πολιτική μας μετά το 12ο Συνέδριο, αν και δραστήριο μέλος της ΚΕ, τις μάθαινα από τον Τύπο. Η κάθε φορά νέα γραμμή ζυμωνόταν οργανωμένα από τα πάνω πρώτα δημόσια και μετά έμπαινε για συζήτηση στο κόμμα. Όταν δε έμπαινε για συζήτηση στις κομματικές οργανώσεις και στην ΚΝΕ, δεν έμπαινε για έγκριση ή όχι, αλλά για να χωριστούν οι κομμουνιστές σ’ αυτούς που «καταλαβαίνουν» και σ’ αυτούς που «δεν καταλαβαίνουν», σε κομματικούς και μη.

Ποιες ήταν σύντροφοι, για το ΚΚΕ, οι βασικές αποφάσεις στην τελευταία διετία; Κατά τη γνώμη μου οι εξής 4:

1.Η αλλαγή της γραμμής του 12ου Συνεδρίου για αριστερή κυβέρ­νηση και αλλαγή, και η μετατόπιση της στη γραμμή που είχε η ΕΔΑ στη δεκαετία του ’50 μετά τον εμφύλιο για δημοκρατική κυβέρνηση και «αποκατάσταση» της λειτουργίας της δημοκρατίας (άσχετα αν εμφα­νίζεται σαν «καινούργια» είναι παλιά και αποτυχημένη).

2.Η αλλαγή της θέσης μας για την ΕΟΚ.

3.Το κοινό πόρισμα με την ΕΑΡ.

4.Η στήριξη κυβέρνησης της ΝΔ.

1.Η πρώτη αλλαγή έγινε αμέσως μετά το 12ο Συνέδριο. Η αριστερή κυβέρνηση στόχος όχι προγραμματικός αλλά ο άμεσος πολιτικός ου­σιαστικά, στην πράξη δεν προωθήθηκε. Μετά από αλλεπάλληλες δη­μόσιες τοποθετήσεις μπήκε το ζήτημα το Δεκέμβρη του ’87 στην ΚΕ.

2.Η αλλαγή της θέσης μας για την ΕΟΚ δεν συζητήθηκε ποτέ σ’ αρμόδιο όργανο του Κόμματος. Δημοσιοποιήθηκε δε σε συνέντευξη τύπου συντρόφων της καθοδήγησης του κόμματος. Από κει και ύστερα όποιος είχε άλλη γνώμη ήταν αντικομματικός.

3.Το πόρισμα με την ΕΑΡ, ενώ όλοι περιμέναμε να συζητηθεί στην ΚΕ, το είδαμε δημοσιευμένο στις εφημερίδες. Στη συζήτηση που α­κολούθησε στην ΚΕ, η δικαιολογία ήταν ότι η ΕΑΡ θα το έδινε έτσι κι αλλιώς στη δημοσιότητα. Η ζωή απόδειξε (ενημέρωσε πιο σωστά) ότι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα αλλά αντεστραμμένο χρησιμοποίησαν και στην ΕΑΡ. Έτσι κι αλλιώς η πείρα μου έδειξε ότι υπάρχει μια παρέα στελεχών από το ΚΚΕ και την ΕΑΡ που αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοσυντονίζονται και όσον αφορά τα εσωτερικά των δύο κομμά­των.

4.Την Πέμπτη 22.6.89 πηγαίνοντας τα μέλη της ΚΕ — όπως εγώ — να αναλύσουν την απόφαση της ΚΕ και του ΠΓ που δημοσιεύτηκε την ίδια μέρα στον Τύπο, βρήκαν μπροστά τους απόφαση του Συνασπισμού που ήταν αντίθετη μ’ αυτή της ΚΕ (σημ.: πρόκειται για την παραίτηση από την 3η εντολή και την απόφαση Συνασπισμού να προτείνει να πάνε κατευθείαν στην 4η). Απόφαση που αναλύθηκε επί τόπου στις κομμα­τικές οργανώσεις π.χ. όλης της Αθήνας. Την άλλη μέρα (!) αφού ζυμώ­θηκε η νέα κατεύθυνση στις Κ.Ο. συγκλήθηκε η ΚΕ. Το πιο ακραίο: η κατεύθυνση και αυτής ακόμα της ΚΕ, όπως αναλύω παρακάτω δεν υλοποιήθηκε αλλά τελικά στηρίχτηκε κυβέρνηση της ΝΔ που συγκρο­τήθηκε από επώνυμα κοινοβουλευτικά στελέχη της.

Γι’ αυτό και δεν νομίζω ότι, έχοντας άλλη πολιτική άποψη σε ου­σιαστικά ζητήματα, μπορώ να συμμετάσχω σε όργανα που δεν αφήνουν ουσιαστικά περιθώρια (υπάρχουν τυπικά και μόνο) συζήτησης και προσ­διορισμού της γραμμής.

Πιστεύω επίσης ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη συνείδηση της ιστορικής διάστασης και των επιπτώσεων των πράξεων μας. Χαίρονται πολλοί κομμουνιστές «που δόσαμε μάθημα στο ΠΑΣΟΚ, βγήκαμε από τη γωνία, συμμετέχουμε στην εξουσία». Αυτό είναι δείγμα του πού βρισκόμαστε. Η εξουσία που «πήραμε» δεν είναι εξουσία αλλά διαχεί­ριση του αστικού κράτους κάτω από την ηγεμονία του κύριου κόμμα­τος της ολιγαρχίας. Δεν δόσαμε μάθημα στο ΠΑΣΟΚ αλλά το διευκο­λύναμε να συσπειρώσει τον κόσμο του. Αλλά και αυτό είναι το λιγότερο. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι ανοίγουμε το δρόμο επανόδου στην εξουσία του πιο επιθετικού τμήματος της άρχουσας τάξης, που εμείς οι ίδιοι θα αναγκαστούμε να το αντιπαλέψουμε στην πράξη. Τον ανοί­ξαμε όχι απλά και μόνο γιατί συνεργαστήκαμε μαζί της στη διαμόρφω­ση της κυβέρνησης αλλά γιατί «βάλαμε πλάτη» στη στήριξη μιας κυ­βέρνησης της ΝΔ, δεχτήκαμε την πρωτοκαθεδρία της στην πάλη για δημοκρατία, γιατί την προβάλαμε αυτή την κυβέρνηση και τους νεοδημοκράτες υπουργούς της σαν «εντάξει», γιατί — κι ας μην κάνουμε τις στρουθοκαμήλους — αυτή η κυβέρνηση θα κυβερνά.

Β.

Σύντροφοι,

Ο καθένας κάνει στη ζωή του τις επιλογές του με βάση τα ιδανικά και τα πιστεύω του, τις ελπίδες και τα όνειρα του, τις ιδέες και την κοσμοθεωρητική του αντίληψη. Με βάση αυτά όλα έγινα μέλος του ΚΚΕ, δέχτηκα κάθε καθήκον που μου ανάθεσε το Κόμμα — άσχετα από τις προσωπικές μου γνώμες — και προσπάθησα να το εκπληρώσω. Σήμερα τις πολιτικές επιλογές που εκπροσωπεί η ηγεσία του ΚΚΕ επίσημα, δεν θέλω ούτε κατά συνέπεια μπορώ να τις εκπροσωπώ και πολύ λιγότερο να τις υπερασπίζομαι δημιουργικά. Πιστεύω ότι αντι­στρατεύονται τις κοσμοθεωρητικές μου αντιλήψεις, την πολιτική μου πεποίθηση, τα πιστεύω μου. Για μένα ο μαρξισμός-λενινισμός, οι με­γάλοι στόχοι της απελευθέρωσης του ανθρώπου αποτελούν το σκοπό και όχι το μέσο στράτευσης και πάλης. Το μέσο είναι το κόμμα, το οποίο βέβαια δεν είναι αυτοσκοπός. Το μέσο αυτό, όπως ορίζει ο Κ. Μαρξ στο έργο του (πού ναι άξιο ερώτησης πόσοι, πόσο και πού ασχο­λούνται και το μελετούν στις γραμμές μας), είναι «η ενότητα κοσμο­θεωρίας και αυθόρμητου εργατικού κινήματος», ενότητα που στις γραμμές μας δεν έχει «καλό όνομα».

Οι τελευταίες επιλογές του Πολιτικού Γραφείου βάζουν μπροστά στον κάθε κομμουνιστή το μεγάλο ερώτημα: τι κάνει όταν έρχεται κάποια στιγμή που του γίνεται ολοφάνερο ότι η πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία του ΚΚΕ θα προκαλέσει ζημιά στο κίνημα; Σίγουρα δεν τη βοηθά και αν χρειαστεί την αντιπαλεύει στα πλαίσια των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού. Πρόκειται για την περίπτωση που λέει και ο Καβάφης: «Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει έτοιμο μέσα του το ΝΑΙ, και λέγοντας το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθηση του. Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο το όχι — το σωστό — εις όλη τη ζωή του».

Αυτά για την ηθική – προσωπική πλευρά πάνω στο ζήτημα του δικού μου ΟΧΙ τις επιλογές του ΠΓ.

Γ. Σε πολιτικό-οργανωτικό επίπεδο, είναι ολοφάνερο, ότι για άλλη μια φορά η καθοδήγηση του κόμματος, ιδεολογικά αφοπλισμένη και έχοντας οδηγηθεί σε αδιέξοδα , (με τη δογματική αναζήτηση κυβερ­νητικών λύσεων πάση θυσία, την αναγωγή κάθε κρισιακού πολιτικού φαινομένου του συστήματος σε «εθνικό ζήτημα» και τη μετατροπή του ρόλου του κόμματος από μαχητή ενάντια στην κρίση, στην αναζή­τηση διαχειριστικών διεξόδων στο όνομα ενός εξωταξικού «πατριωτι­σμού») δεν άντεξε στην πίεση των δυσκολιών (κι όμως μέχρι μια μέρα πριν φαινόταν ακριβώς το αντίστροφο).

Η καθοδήγηση του Κόμματος άλλα λέει και άλλα κάνει. Γι’ άλλα ζητά έγκριση από την ΚΕ και για άλλους σκοπούς χρησιμοποιεί αυτή την έγκριση. Εμποδίζει την ανάπτυξη της εσωκομματικής δημοκρατίας, όλο και πιο πολύ δημιουργεί κλίμα καχυποψίας και υπονοουμένων στην ΚΕ. Μετά από το κλείσιμο κάθε ολομέλειας εκτοξεύονται, χωρίς αιδώ και περίσκεψη, αστήρικτες και απαράδεκτες κατηγορίες ενάντια στα εκλεγμένα μέλη της ΚΕ που διατύπωναν διαφορετική γνώμη.

Πρώτα στελέχη του Κόμματος «χάθηκαν» στην κυριολεξία στη δι­άρκεια της προεκλογικής περιόδου αφού βγήκαν στην αναζήτηση εκ­θέσεων, σημειωμάτων και καταγγελιών. Σκόπιμα κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι διαφωνούντες στην ΚΕ είναι «παρέα» (;) «ομάδα» (;), ώστε να προετοιμαστεί η ιδεολογικοπολιτική εξόντωση τους, να τους θεωρεί η οργάνωση σαν εχθρούς της (υπάρχουν στελέχη του Κόμματος που θεωρούν πιο μεγάλο εχθρό τους την ΚΝΕ — και μάλιστα σαν σύνολο — από τη ΝΔ, αρνούνται να τη βοηθήσουν στην ανάπτυξη της, ενώ με μεγάλη χαρά δέχονται να στηρίζουν μια κυβέρνηση της ΝΔ. Πρόκειται για συνειδησιακή διαστρέβλωση ιστορικών διαστάσεων).

γ. Φτάσαμε να μου καταγγέλλουν καθημερινά παλιοί σύντροφοι από την περίοδο της χούντας, ότι στο όνομα «της υπεράσπισης του κόμματος», ορισμένοι τείνουν στην ομαδοποίηση από τα πάνω.

Στην οργάνωση υπάρχει δίπλα στην καταστατική, παράλληλη ενη­μέρωση, ομαδοποίηση από τα πάνω που αυτοδικαιολογείται και αυτονομιμοποιείται στο όνομα ότι εκπορεύεται από «υψηλά» καθοδηγητικά όργανα. Σε κλαδικές οργανώσεις (όπως τα ΑΕΙ και ας ρωτηθεί δημόσια ο γραμματέας της ΑΕ) μέχρι συνοικιακές (ας ρωτηθεί παραδειγματικά ο γραμματέας της ΑΕ του Αιγάλεω) υπήρχε ενημέρωση από τα πάνω για τους «κακούς» που υπάρχουν ακόμη και μέσα στην ΚΕ. Κάποιοι «από πάνω» ετοιμάζουν σε βασικούς κρίκους του κόμματος «αμυντικά αντανακλαστικά». Δηλαδή τους προετοιμάζουν νάναι έτοιμοι να απορ­ρίψουν κάθε σκέψη και ιδέα που μπορεί να εμφανιστεί στα πλαίσια μιας δημοκρατικής συζήτησης στο Κόμμα (όπως π.χ. ένας προσυνε­δριακός διάλογος) και που θάναι αντίθετη μ’ αυτά που γίνονται σήμε­ρα.

Πρέπει να ομολογήσω ότι όλα αυτά τα «από πάνω» φαινόμενα τα θεωρούσα σαν άσχημα κατάλοιπα του παρελθόντος, σαν το αναγκαίο περιεχόμενο ζωής κάποιων κομματικών ανθρώπων που δεν είναι σε θέση να συμβάλουν ουσιαστικά σε άλλους τομείς. Βέβαια τα επιθετικά υπονοούμενα μέσα στην ΚΕ και τις φωνές στους διαδρόμους για ομά­δες ακόμη και από το Γραμματέα του κόμματος, τα συνδύαζα με μια προσπάθεια επιβολής μιας συγκεκριμένης αντίληψης για το Συνασπι­σμό, αλλά και της πρακτικής που δεν θεωρούσε την ΚΕ σαν το καθο­δηγητικό όργανο του Κόμματος, αλλά σαν ένα όργανο έκφρασης γνώ­μης για τις αποφάσεις του ΠΓ (και πρόσφατα της γραμματείας του Συνασπισμού) το οποίο όταν συνεδριάζει δίνει τη δυνατότητα στην καθοδηγητική ομάδα να «καταγράψει» τους κομματικούς και μη, να προσανατολίζεται σε ποιους θα δόσει, ποια δουλιά. Δηλαδή σαν μέλος της ΚΕ ένιωσα ότι ήμουν σ’ ένα όργανο στο οποίο δινόταν η προαπο­φασισμένη γραμμή, και ανάλογα με τη θετική ή όχι στάση του κάθε μέλους καταγραφόταν η «ωριμότητα» του. Το ΠΓ έχει αυτοτοποθετηθεί πάνω από την ΚΕ, ακριβώς όπως γινόταν πριν από το 9ο Συνέδριο, πρακτική που είχε αυστηρά κριτικαριστεί από αυτό.

Ο Λένιν έλεγε ότι η οργανωτική πολιτική και η κατάσταση ενός κόμματος αντανακλά και συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τους ιδεολο­γικοπολιτικούς προσανατολισμούς του κόμματος. Ο κλιμακούμενος αυταρχισμός στο κόμμα, εκφράζει τη θέληση και την ανασφάλεια αυ­τών που απομάκρυναν το κόμμα από τον κοινωνικοταξικό του λόγο, πσα ετοίμασαν μια μεγάλη στροφή χωρίς να λένε τα πράγματα με το όνομα τους (το ιταλικό κόμμα όταν προσανατολίστηκε στον «ιστορικό συμβιβασμό» έκανε τουλάχιστον συνέδριο). Η κακή κατάσταση των ΚΟΒ οφείλεται στη συνεχή υποβάθμιση της λειτουργίας τους και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του απλού μέλους, στην έλλειψη κάθε συμμετοχής του στη διαμόρφωση της πολιτικής, στην άγνοια των προ­βληματισμών και την χωρίς εξηγήσεις κατακεραύνωση της άλλης γνώ­μης, στη διαμόρφωση της γνώμης του από την «Πρώτη» και την «Ε­λευθεροτυπία» (επ’ ευκαιρία, κάποιοι έβγαλαν το βιβλίο του σ. Ε. Μπιτσάκη αντικομματικό και το διαδίδουν. Τους καλώ να στηρίξουν δημό­σια τις απόψεις τους αλλά να δεχτούν και δημόσιες απαντήσεις). Αν­τιστοιχεί σε μια πολιτική που παίζεται στις διαπραγματεύσεις και δεν καθορίζεται από τις διεκδικήσεις του μαζικού λαϊκού κινήματος.

Ήρθε λοιπόν η μεγάλη στροφή στην πολιτική μας, πιστεύω σχεδι­ασμένα και μεθοδευμένα. Σιγά-σιγά, με τη «μέθοδο της πολιτικής και ιδεολογικής διολίσθησης». Κάθε βήμα υποχώρησης από τις αρχές μας ανάγονταν σε τακτικό ελιγμό. Μόνο που το άθροισμα αυτών των ελι­γμών αποτελεί το σύνολο της πολιτικής μας.

Ο Λένιν έλεγε ότι η πολιτική είναι άλγεβρα και όχι αριθμητική. Πράγματι η εγκατάλειψη του κοινωνικού μας λόγου, η αγνόηση και το ξέκομμα από τη στρατηγική έγινε μέσω μικρών «διαφορικών μετακινή­σεων» που δόσαν μια σαφή δεξιόστροφη καμπύλη.

Τι συζήτησε η ΚΕ στην τελευταία της ολομέλεια την Πέμπτη; (πρό­κειται για την Πέμπτη 29.6.89, διότι την Παρασκευή η παρουσία του 1 /3 της ΚΕ σε μια συζήτηση χωρίς ψηφοφορία μόνο ολομέλεια δεν ήταν): όχι, στον Α. Παπανδρέου, όχι, στον Κ. Μητσοτάκη, όχι, σε μια κυβέρνηση μακράς πνοής όπως ζητούσε το ΠΑΣΟΚ, αν χρειαστεί ο Συνασπισμός μπορεί να υποστηρίξει κυβέρνηση μαζί μόνο με τη ΝΔ ή μαζί μόνο με το ΠΑΣΟΚ. Επειδή ίσως στο μέλλον μπορούσαν να υπάρ­ξουν, σκόπιμες ή μη, παρερμηνείες, έκανα στο κλείσιμο συγκεκριμένη ερώτηση στον σ. Χ. Φλωράκη και εκείνος μου απάντησε με σαφήνεια (κρίμα που δεν διαθέτω πρακτικά κι όχι μόνο από αυτή την ολομέλεια) ότι όταν λέμε μαζί με τη ΝΔ με κανένα τρόπο δεν εννοούμε κυβέρνη­ση από τη ΝΔ. Εξάλλου, συμπλήρωσε ο σ.Χ.Φ. μ’ αφορμή και κάποιες άλλες διευκρινήσεις που ζητήθηκαν, αν πάμε με ένα από τα δύο κόμ­ματα αυτό θα γίνει με μια μη δική τους κυβέρνηση, με μια κυβέρνηση χωρίς νάχει (τουλάχιστον επικεφαλής) ηγετικό στέλεχος του δικομμα­τισμού χωρίς νάχει δηλαδή πρωθυπουργό από τη Ν.Δ. ή το ΠΑΣΟΚ, κι αναφέρθηκε παραδειγματικά ότι στο ΠΑΣΟΚ πρότεινε τον Μυλωνά. Κι όμως τα μέλη της ΚΕ έμαθαν την επομένη από τον Τύπο ότι η κυβέρ­νηση στην οποία συμφώνησε το ΚΚΕ δεν είναι μια κυβέρνηση που υποστηρίζεται από το ΚΚΕ-Συνασπισμό και τη ΝΔ. Γιατί άλλο υποστη­ρίζω μια κυβέρνηση και συμπίπτει σ’ αυτό και το κόμμα της ΝΔ κι άλλο συνδημιουργώ συνειδητά μια κυβέρνηση με τη ΝΔ.

Η κυβέρνηση όμως που υποστηρίζει σήμερα η πλειοψηφία της ΚΕ δεν είναι καν κυβέρνηση συνεργασίας. Η κυβέρνηση που πρόκυψε είναι κυβέρνηση της ΝΔ στην οποία συμμετέχουν δύο σύμμαχοι του ΚΚΕ. Η συμμετοχή σε μια αντιδραστική – συντηρητική κυβέρνηση με επικεφαλής βουλευτή και στέλεχος της ΝΔ και κυριαρχία σ’ αυτήν των πιο γνωστών, πολιτικών και δημοσιολογικών εκπροσώπων της άρ­χουσας τάξης, δεν συζητήθηκε ποτέ και πουθενά με μένα προσωπικά ή σε όργανα. Το ΚΚΕ καλείται να ψηφίσει το σύνολο των δελφίνων της άρχουσας τάξης.

Στο όνομα της κάθαρσης στηρίζουμε την ηγεμονία της άρχουσας τάξης, αναγνωρίζουμε τον ηγετικό της ρόλο στην πάλη για δημοκρατία. Κάτι τέτοιο έγινε δυνατό γιατί πραξικοπηματικά περάσαμε αποκλειστι­κά στις θέσεις της αστικής δημοκρατίας και της αντίληψης για ουδέ­τερο κράτος που απλά πρέπει να «αποκομματικοποιηθεί και όλα θάναι εντάξει».

Με επιχειρήματα αριθμητικής εφαρμόζεται πολιτική συναίνεσης δηλαδή υποταγής του λαϊκού παράγοντα, των εργαζόμενων στον πολι­τικό εκπρόσωπο του μεγάλου κεφαλαίου. Βάζουμε πλάτη για τη μετά­βαση στην αυτοδυναμία, ανοίγουμε το δρόμο για την ολομέτωπη επί­θεση ΕΟΚ και μονοπωλίων ενάντια στον εργαζόμενο λαό. Η καθοδή­γηση δεν έχει, ούτε μπορεί απότι φαίνεται, να καταλάβει την ιστορική διάσταση των αποφάσεων της όσον αφορά τις αλλαγές στον ελληνικό καπιταλισμό και την κοινωνική διαπάλη.

Η έλλειψη προοπτικής συνδυάζεται με τη γενικότερη υποβάθμιση του ρόλου της θεωρίας και τον κακώς εννοούμενο πραγματισμό που χαρακτηρίζει το ΠΓ σαν σύνολο όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορεί να μη θυμηθεί κανείς παρά με πίκρα την κριτική, τις παρατηρήσεις και επιθέ­σεις της καθοδήγησης του κόμματος σε κάθε κριτική απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, ακόμη και αν αυτή ήταν νηφάλια, επιστημονικά τεκμηριωμένη και κατά τη γνώμη μου ιστορικά δικαιωμένη. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το 11ο Συνέδριο, όταν το τότε ΠΓ — μαζί με συντρόφους που σήμερα ανεμίζουν μια σημαία αντιπασοκισμού που σηκώνει τείχη με τον κόσμο της λαϊκής βάσης του ΠΑΣΟΚ και διευκολύνει την ηγεσία του — κα­ταδίκαζαν τους συντρόφους που είχαν άλλη γνώμη για το ΠΑΣΟΚ; Τη σχεδόν αυθαίρετη αλλαγή της παραγράφου 37, την άρνηση αποδοχής της θέσης ότι στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ υπάρχει και αστική τάση έτοιμη να τα βρει και να εξυπηρετήσει το σύστημα.

Θυμηθείτε σύντροφοι τις ψηφοφορίες στο 11ο. Μήπως είναι δυνα­τόν να ξεχάσει κανείς την κριτική στην ΚΕ, που ως συνήθως κατέβηκε από τον παράλληλο καθοδηγητικό δρόμο, στις Κ.Ο. για την έκδοση του βιβλίου για το ΠΑΣΟΚ, που ήταν μια χωρίς πολεμική ανάλυση των θεωρητικών σχημάτων του (σημ.: πρόκειται για το βιβλίο «Ο τρίτος δρόμος του ΠΑΣΟΚ» εκδομένο το 1983). Και μήπως μπορεί να ξεχάσει κανείς τις αυστηρές κριτικές που έγιναν από το ΠΓ για τα άρθρα στα οποία πρωτοπαρουσιάστηκαν από μένα και συνεργάτες της I.E. οι θέ­σεις «για το δικομματισμό» και τη «δεξιά πολιτική» της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ; Αυτά που έλλειπαν δεν ήταν οι άτοπες παρατηρήσεις, που ίσως μερικοί πιστεύουν ότι δικαιώθηκαν που τις έκαναν, αλλά η απου­σία πολιτικής κουλτούρας και κουλτούρας διαλόγου.

Όπως το ΠΓ κατέγραψε τις εξελίξεις στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ αντί να τις προδιαγράψει, έκανε χειρισμούς αντί να ανοίξει ρήγματα στις γραμμές του ΠΑΣΟΚ, έτσι και σήμερα καταγράφει δηλώσεις και προτάσεις της ΝΔ αντί να αναλύσει την αντικειμενική κοινωνικοοικο­νομική βάση της πολιτικής στρατηγικής της ηγεσίας της ΝΔ και τον χαραχτήρα της σημερινής μεταβατικής φάσης. Όπως ο αντιδεξιισμός ήταν το άλλοθι μιας υπόκλισης στο ΠΑΣΟΚ έτσι και ο αντιπασοκισμός είναι το άλλοθι για να στηριχτεί κυβέρνηση της ΝΔ. Αντί νάχουμε απέναντι μας το δικομματισμό και να αξιοποιούμε τις αντιθέσεις του, έχουμε μετατραπεί στο «κέντρο» που υποστηρίζει, όπως λέει ο Γκράμσι σε ανάλογες περιπτώσεις, τον ανερχόμενο κάθε φορά πόλο.

Καλλιεργεί αυταπάτες στις λαϊκές μάζες για το χαραχτήρα του κύριου πολιτικού εκφραστή των συμφερόντων της άρχουσας τάξης τον ξαναδίνει «καθαρισμένο» στο λαό από τη μεγάλη κολυμπήθρα της Αριστεράς που θ’ αρχίζει να βρωμίζει η ίδια απ’ όλα όσα ξεπλένει.

Η σημερινή πολιτική έρχεται σε κάθετη αντίθεση με τις τοποθετή­σεις στα ντοκουμέντα του 12ου για τη ΝΔ (παρ. 33), την πολιτική και τους στόχους μας (σελ. 64-90 των θέσεων). Δεν εκφράζει ούτε καν την αντίληψη μας για την κάθαρση αφού δεν επιβάλλει το ελάχιστο απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο ελέγχου και συμμετοχής, διαφάνειας και κάθαρσης στους μηχανισμούς του κράτους τους και στους τόπους δουλιάς. Η κάθαρση περιορίζεται (όσον αφορά την ειδική ανάγκη κυ­βέρνησης και μη παραγραφής) σε 4-5 πρώην υπουργούς αφού όλοι οι άλλοι έτσι και αλλιώς εμπίπτουν στο νόμο. Αυτή η κάθαρση όμως από κεκτημένη ταχύτητα εντάσσεται στα πλαίσια λύσης της «εθνικής κρί­σης». Η κρίση διαχείρισης και διακυβέρνησης του συστήματος, αντί να αξιοποιηθεί μας τρομάζει. Η βούτα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ με την οποία ηγεσία συχνότατα φλέρταραν κάποιοι δικοί μας, ανάγεται σε «εθνικό πρόβλημα».

Σ’ αφορμή δηλ. για να συνεργαστεί το ΚΚΕ με το κύριο κόμμα της άρχουσας τάξης να αναγνωριστεί σε κυβερνητικό επίπεδο η πρωτοκα­θεδρία της.

Με καθυστέρηση 15 ετών ανακαλύψαμε την ΕΑΔΕ και η ΕΑΡ από­κτησε το μαζικό στήριγμα εφαρμογής της. Χωρίς νάχει προηγηθεί καμμιά ανάλυση και τοποθέτηση του συστήματος αντιθέσεων της χώ­ρας, αναδείχτηκε σαν κυρίαρχη αυτή της «εθνικής κρίσης – κάθαρσης». Αναλύσεις και μέθοδες ανάλυσης εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγες μέρες με την συνδρομή ακόμη και ανοικτά εχθρικών ΜΜΕ.

Από άποψη όμως τακτικής πρέπει με νηφαλιότητα να συνεκτιμή­σουμε: Ποια στρατηγική εξυπηρετείται καλύτερα της ΝΔ ή του Συνα­σπισμού; Η στρατηγική της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης ή της αλ­λαγής και του σοσιαλισμού; Μετά απ’ αυτή τη μεταβατική φάση ταξι­κής συνεργασίας, για να αποδοθεί ο ελληνικός κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός «καθαρός» στα χέρια αυτών που θέλουν να τον «ιδιωτι­κοποιήσουν», είναι ολοφάνερο ότι δεν θα υπάρξει κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά αυτοδύναμη της ΝΔ. Ότι δεν θάχουμε κάνει ούτε ένα βήμα προς την αλλαγή, αλλά ένα τεράστιο άλμα προς την καπιτα­λιστική ανασυγκρότηση. Η αντίδραση, ηθικά και πολιτικά αναβαπτισμέ­νη, θα συγκεντρώσεις περισσότερες δυνάμεις από εμάς που θάχουμε ιστορικά και σεχταριστικώτατα ξεκόψει από μεγάλη μερίδα προοδευ­τικών ανθρώπων (διότι ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι μόνο ο αυριανοτομπρισμός). Θα αξιοποιήσει επίσης τις μεγάλες αλλαγές προσώπων που θα κάνει στους κρατικούς μηχανισμούς.

Τακτική σημαίνει δυνάμωμα σου για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων και εξυπηρέτηση των μακρόπνοων στόχων. Η σημερινή κυβέρ­νηση της ΝΔ συνδυάζει απόλυτα τις τακτικές της δυνατότητες με τους στρατηγικούς της σκοπούς. Αντίθετα, σε μας, η τακτική μας έχει αποσυνδεθεί από τους στρατηγικούς στόχους. Ούτε βέβαια αναπτύσ­σεται κανένα μαζικό λαϊκό κίνημα γύρω από αυτούς τους στόχους της τακτικής. Η υπόθεση της αλλαγής περιορίστηκε στην κάθαρση. Αλλά όπως έγραφα πέρσι το Δεκέμβρη στην ΚΕ, το ζητούμενο δεν είναι αν είναι καλό ή όχι το ζήτημα της κάθαρσης, αλλά αν η κάθαρση χρησιμο­ποιείται και σαν κρίκος για να ξετυλίξει κανείς το σύνολο της πολιτικής του. Και αυτό όχι μόνο δεν το κάνουμε αλλά θεωρούμε και θετικό που δεν το κάνουμε.

Το μόνο επιχείρημα που είναι υπαρκτό είναι η επίκληση των ευθυ­νών του ΠΑΣΟΚ. Γίνεται, συχνά σωστά όχι όμως πάντα, κριτική στο ΠΑΣΟΚ.

Την υποστηρίζω, όμως δεν είναι επαρκής δεν είναι κύρια από θέ­σεις πάλης ενάντια στο δικομματισμό, αλλά, και για να δικαιολογηθεί η συνεργασία με τη ΝΔ.

Και αν έχετε σύντροφοι την υπομονή (ή τον «μαζοχισμό») πούχα εγώ, ξαναδιαβάστε όσα δήλωσαν και γράψαν οι σ. της καθοδήγησης μέχρι τις 22.6. και ας σκεφτούμε τις συνεχείς υπερβολές και ανακο­λουθίες. Να μερικές:

—προεκλογικά κατηγορούσαμε το γνωστό ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, ότι θέλει μόνο μια συγκυριακή συνεργασία μαζί μας επειδή δε θα πάρει αυτοδυναμία ενώ σήμερα χρειάζεται κυβέρνηση μακράς πνοής (άποψη που την βρίσκει κανείς εύκολα στην ΚΟΜΕΠ 5/89). Μετεκλο­γικά παίρναμε απόφαση πού λέμε όχι στη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ γιατί μιλά για κυβέρνηση μακράς πνοής (καλά κάναμε και το αρνηθή­καμε αλλά μιλώ για την ανακουλουθία).

—πριν ένα χρόνο «καταγγέλλαμε» την υπόθεση Κοσκωτά σαν μια υπό­θεση ενδομονοπωλιακής διαπάλης καθώς και διαπάλης ανάμεσα στα συγκροτήματα του τύπου. Η καταγγελία αυτή αποτελούσε τη δικαιολογία-άλλοθι για τη σιωπή πούχε κρατήσει το ΚΚΕ για μεγάλο χρονικό διάστημα απέναντι στην υπόθεση Κοσκωτά. Υπόθεση πούγινε άλλοθι στήριξης «δημοκρατισμού» της άρχουσας τάξης, —είχαμε φτάσει στο σημείο να απαγορεύεται η αναφορά στον Α. Πα­πανδρέου και η διατύπωση του όρου αποκλεισμού του. Κι όμως μετε­κλογικά μέχρι τις 22/6 το βάλαμε σαν όρο για συνεργασία με το ΠΑ­ΣΟΚ. Κι όταν έγινε αποδεκτό αλλάξεμε θέση την ίδια μέρα το βράδυ, στο όνομα των εκλογικών αποτελεσμάτων που ήταν ήδη 4 μέρες δο­σμένα που απ ότι φαίνεται τα ανακαλύψαμε μόλις την Πέμπτη 22.6 κάνοντας λογικούς (ή παράλογους) ελιγμούς, —καταγγέλλαμε τη ΝΔ προεκλογικά ότι δεν μπορεί να κάνει κάθαρση, γιά να ανακαλύψουμε και να εγγυηθούμε τον καθοδηγητικό της ρόλο στις 24.6.89 και να ανακαλύψουμε την ορθότητα, στην πράξη, της ΕΑΔΕ του Κύρκου έστω και με 15 χρόνια καθυστέρησης και απόρριψης της στη ζωή.

—Η γραμμή της δημοκρατικής-προδευτικής κυβέρνησης (που δεν ψή­φισα βέβαια) που είχαμε από το 1987 (σ’ αντίθεση με τη γραμμή του 12ου για αριστερή κυβέρνηση) στο όνομα ότι ήταν ρεαλιστική, εγκατα­λείπεται σαν μη ρεαλιστική, ενώ ετοιμαζόμαστε να την προβάλουμε σαν προεκλογική γραμμή στις επόμενες εκλογές (κομφούζιο) —στην κριτική πού ‘γίνε του πορίσματος με την ΕΑΡ, ότι διαπερνάται από μια κατ’ επίφαση αταξική και άρα αστική αντίληψη για τη δημο­κρατία και το κράτος, το ΠΓ απάντησε με μια σειρά επιχειρημάτων γιατί αυτό δεν αληθεύει. Κι όμως έρχεται σήμερα το ίδιο το ΠΓ και προωθεί τη γραμμή της «αποκατάστασης»(ούτε καν της διεύρυνσης) της δημο­κρατίας και της αποκομματικοποίησης του κράτους ενώ ταυτόχρονα οι υπουργοί της ΝΔ προωθούν στους κατασταλτικούς μηχανισμούς αλλαγές των κορυφών. Μ’ αυτό τον ιδεολογικοθεωρητικό παραλογι­σμό, διαδίδεται η νεοσυντηρητική αντίληψη ότι το κράτος και η δημο­κρατία είναι ένας ουδέτερος πάνω από τάξεις μηχανισμός που το ΠΑΣΟΚ (ο’ αντίθεση με τη ΝΔ;) το υπόταξε κομματικά: (αλήθεια ποιος υπόταξε ποιόν; Το ΠΑΣΟΚ το αστικό κράτος ή αντίστροφα; Δεν είναι αυτά μια ενότητα; Κι άμα «αποκομματικοποιηθεί» το κράτος τι θα απο­γίνει; Θά ‘ναι εντάξει;). Και το χειρότερο το κύριο πρόβλημα του εκ­δημοκρατισμού στους τόπους δουλιάς, έστω και στοιχειωδώς, παγώνει με τη δική μας συναίνεση.

—Συμμετέχουμε στην κυβέρνηση της ΝΔ στο όνομα της κάθαρσης, παριστάνοντας τη στρουθοκάμηλο, ότι τάχα δηλ. όλα τα άλλα παγώ­νουν, λες και δεν υπάρχουν ανειλλημένες αποφάσεις και κατευθύν­σεις του αστικού κράτους (όπως η ολοκλήρωση της ΕΟΚ, το ξεπούλη­μα της Ελλάδας στις πολυεθνικές, γενικά η ταξική πάλη) που θα υλο­ποιούνται υπό την υψηλή εποπτεία αυτής της κυβέρνησης. Οι κρατικές αυταπάτες στο τετράγωνο.

—εγκαταλείπουμε σαν ξεπερασμένες θέσεις που υιοθετούνται σήμε­ρα διεθνώς από τα νέα κινήματα. Τα προγραμματικά των εναλλακτικών κινημάτων και των πρασίνων, που παίρνουν πολλαπλάσια υποστήριξη από λαϊκά ριζοσπαστικά στρώματα απ’ ότι τα αντίστοιχα ΚΚ και μάλιστα σε χώρες του ιμπεριαλισμού, όπως οι πράσινοι της Αγγλίας που πήραν 14% μόλις πρωτοεμφανίστηκαν είχαν σαν κύριο σύνθημα το «δογματικό», σύμφωνα με το ΠΓ, σύνθημα εξόδου από την ΕΟΚ (ανάλογο έχουν και οι πράσινοι της ΟΔΓ).

Θα μπορούσα να αναφερθώ σε εκατοντάδες ανάλογες ανακολου­θίες. Το κύριο είναι ότι κινούνται στην ίδια λογική: όσο πιο πολύ μεγα­λώνει η σήψη του συστήματος, τόσο περιορίζεται το αντιπάλεμα μαζί του. Όσο πιο πολύ οι λαϊκές μάζες συγκεντρώνουν πείρα από την ταξική ανικανότητα θεωριών, μηχανισμών και κομμάτων τόσο πιο πολύ σκορπάμε εμείς αυταπάτες γι’ αυτούς. Όσο πιο πολύ στο σύστημα βρίσκεται σε διέξοδα, τόσο πιο πολύ νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε αυτά τα αδιέξοδα δικά μας πολιτικά διλλήμματα, να εγκλωβιστούμε σ’ αυτά να εγκαταλείψουμε τη θέση της πολιτικής αυτοτέλειας. Όσο πιο πολύπλοκα και σύνθετα γίνονται τα προβλήματα τόσο λιγότερες οι συνεργασίες, οι ουσιαστικά συλλογικές αποφάσεις, το τράβηγμα των μελών μας στη διαδικασία της συναπόφασης, τόσο περισσότερο το κυνήγι των μαγισσών της άλλης γνώμης.

Κάνουμε συνεδρίαση της ΚΕ και αποφασίζουμε για όλα όσα δεν πρόκειται να γίνουν, ενώ οι πραγματικές αποφάσεις δεν μπαίνουν για λήψη στην Κ.Ε. Έτσι από τη μια εμφανίζεται μια δημοκρατικότητα, ενώ από την άλλη, ουσιαστικά, οι πιο σημαντικές αποφάσεις, ιδιαίτερα οι αποφάσεις καμπής παίρνονται έξω από αυτή.

Καθαιρούνται ή διαγράφονται σύντροφοι, ίσως γιατί έχουν άλλη γνώμη ή και επειδή παραβιάζονται «καταστατικές επιταγές», όταν έ­χουν θέση «πιο αριστερή» από αυτή του Π.Γ. Ενώ είμαστε φιλελεύθε­ροι και αδιάφοροι σ’ όλες τις παραβιάσεις και εχθρικές απόψεις που έρχονται «από τα δεξιά» και που θεωρούνται ανεκτές ή και θετικές από το σύστημα. Η πρακτική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών στο αποκορύφωμα της.

Υπάρχει και ένα άλλο επιχείρημα άλλοθι της στάσης μας απέναντι στη Ν.Δ. η λεγόμενη πάλη ενάντια στα «αντιδεξιά σύνδρομα».

Ασφαλώς, και έχω αναπτύξει πολλές φορές το γιατί, δεν μπορούμε να αφήσουμε να αναπτυχθεί ένας αντιδεξιισμός που στην ουσία είναι αντιαριστερισμός, ούτε να μην ανοίξουμε μέτωπο στις σημερινές αντιδεξιές κορώνες της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, που καμώνονται ότι στενο­χωριούνται που υποταχτήκαμε στη Ν.Δ. ενώ στην πραγματικότητα η μόνη της ευχή ήταν να υποταχτούν οι κομμουνιστές σ’ αυτήν, δηλαδή στο ΠΑΣΟΚ.

Όμως δεν είναι κάθε αντιδεξιό αίσθημα του λαού μας «φιλοπασοκικό σύνδρομο». Κάθε άλλο. Είναι συχνά, και σ’ ένα βαθμό βέβαια, εκδήλωση ταξικού ενστίχτου και ιστορικής συνείδησης απέναντι στο σύστημα κυριαρχίας της ολιγαρχίας-εξάρτησης και του κύριου πολιτικού εκπροσώπου της, της Ν.Δ. Αυτή η συνείδηση δεν είναι όμως επαρ­κής. Πρέπει να μετασχηματιστεί σε συνολικό «αντί» απέναντι σε κάθε «δεξιά πολιτική», ανεξάρτητα από πού προέρχεται. Πιο σωστά να μετα­σχηματιστεί σαν αντίθεση απέναντι στο δικομματισμό συνολικά, σε υ­ποστήριξη μιας αυτοτελούς-αυτοδύναμης πολιτικής προς όφελος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, των γυναικών και της νεολαίας, του περιβάλλοντος, γενικότερα του τόπου.

Το ΠΓ και η πλειοψηφία της Κ.Ε. ξιφουλκούν ενάντια σ’ αυτό το ακόμη καθυστερημένο αντιδεξιό αίσθημα των λαϊκών μαζών, όχι από τη σκοπιά της διεύρυνσης και του βαθαίματός του, αλλά από τη σκοπιά της αποδιοργάνωσης του. Στην ουσία η τέτοια αντιμετώπιση του δρα διαλυτικά πάνω στο ταξικό ένστικτο, διευκολύνει το ξεπέρασμα οποι­ονδήποτε αναστολών απέναντι στον κύριο πολιτικό εκφραστή της άρ­χουσας τάξης, τη ΝΔ, διευρύνει τις δυνατότητες του κοινωνικού της λόγου και επηρρεασμού.

Για το μύθο της κάθαρσης θα ‘θελα να πω ορισμένα πράγματα έστω και για την ιστορία.

α) Επανεμφανίζουμε εμείς της ΝΔ σαν το «καθαρό» κόμμα του συστήματος. Επίσης απαλλάσσομε τα στελέχη της που ‘χουν ανάμιξη κι αυτά όπως και του ΠΑΣΟΚ, που ‘χαν άμεσες οικονομικές σχέσεις με τον Κοσκωτά.

β) Δυστυχώς βλέπω να συμφωνούμε στο μόνο πράγμα που θέλει να αποτρέψει η ολιγαρχία, το ζήτημα δηλ. των προβληματικών, να μην μπει στο καλάθι της κάθαρσης.

γ) Όταν «αποκομματικοποιηθεί» το αστικό κράτος μέσω των διο­ρισμών της ΝΔ ποιανού θα ‘ναι το κράτος;

δ) Καμαρώνουμε ότι η Αριστερά πήρε τα υπουργεία της κάθαρσης πριν απ’ όλα αυτό της Δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα τα υπουρ­γεία που έχουν τα στοιχεία που καθορίζουν την έκταση και το βάθος της κάθαρσης είναι τα οικονομικά και της προεδρίας. Διότι αυτά καθο­δηγούν τράπεζες, ΔΕΚΟ, ΚΥΠ και άλλους οργανισμούς που ‘χουν τα σκάνδαλα, τις πληροφορίες και τους φακέλλους. Οι υπουργοί αυτών των υπουργείων, θα επιλέγουν ποια ζητήματα θα στέλνουν στο υπουρ­γείο κάθαρσης. Αν λοιπόν θέλουμε να ‘χουμε εικόνα και εμείς, στη βάση των αποφάσεων του ΠΓ, και όχι βέβαια της γνώμης μου, θα ‘πρεπε να συμμετάσχουμε και στον οικονομικό κύκλο.

ε) Η κυβέρνηση, λέει το ΠΓ, θα ‘ναι μόνο κάθαρσης. Αλλά εδώ τρέχουν τα πάντα από μεταθέσεις μέχρι την πρώτη φάση της νομισμα­τικής ολοκλήρωσης. Εμείς δεν έχουμε ευθύνη γι’ αυτές τις πράξεις της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού που αυτή είναι επικέφαλής;

Τέλος μου ‘κάνε για άλλη μια φορά καταπληκτική εντύπωση ότι λέγεται στις οργανώσεις ότι υπάρχει ομόφωνη απόφαση της ΚΕ για στήριξη της κυβέρνησης της ΝΔ. Ενώ όλοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει ούτε ομόφωνη ούτε απόφαση, αφού το ΠΓ ζήτημα στήριξης κυβέρνη­σης της ΝΔ-Συνασπισμού με επικεφαλής ηγετικά κοινοβουλευτικά στελέχη της ΝΔ δεν έβαλε σε καμμιά από τις πολλές συνεδριάσεις της ΚΕ, που ήταν τελικά όπως αποδείχτηκε, «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμα­στε», που συζητούσαν τάχα για όλα, ενώ αυτά που σχεδίαζαν να κάνουν και έκαναν στην πραγματικότητα τ’ αποφάσιζε ο Συνασπισμός.

Κατάπληξη ακόμα μου κάνει ότι συχνά σ’ όποιον βάζει το ζήτημα γιατί πήγαμε με τα επώνυμα ηγετικά στελέχη της ΝΔ η συζήτηση καταλήγει στο: «το κόμμα έχει προβλήματα απ’ αυτούς που έχουν μείνει στο παρελθόν» και για «την υπόθεση της ΚΝΕ».

Τμήμα της καθοδήγησης μ’ άλλα λόγια αντί να συμβάλει στη δημο­κρατικοποίηση των συζητήσεων στην οργάνωση, ετοιμάζει της Κ.Ο. για «λήψη μέτρων» ενάντια στους διαφωνούντες, για ηθική-πολιτική ε­ξόντωση της άλλης γνώμης. Ίσως μερικοί να ονειρεύονται, μια και­νούργια 3η συνδιάσκεψη. (1952).

Συνολικά κάποιοι θέλουν να καλύψουν τις πρακτικές συνεργασίες με το μεγάλο κεφάλαιο, κάτω από τον τίτλο της «κάθαρσης», θέλουν να τσακίσουν κάθε άλλη γνώμη, κάνουν εδώ και μήνες ζύμωση σ’ ένα άλλο τρόπο σκέψης απ’ αυτόν του 12ου Συνεδρίου του Κόμματος, με τη βοήθεια της «Πρώτης» και της «Ελευθεροτυπίας».

Σε προηγούμενα γράμματα μου προς την ΚΕ διατύπωνα τις από­ψεις μου και σε άλλα ζητήματα. Και για κείνα και για τα σημερινά πιστεύω ότι πρέπει και μπορεί να γίνει ανοικτός διάλογος και να ενη­μερωθεί το κόμμα. Όχι όμως όπως τις προηγούμενες φορές όπου κατακεραυνώνονταν «η αντίπαλη άποψη», χωρίς να δίνεται η δυνατό­τητα να μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της. Νομίζω ότι απαιτείται δημι­ουργικός διάλογος χωρίς προκαταλήψεις, ιδιαίτερης ενημέρωσης «στους έμπιστους». Εκτός αν κάποιοι στο όνομα της κάθαρσης με τη ΝΔ ετοιμάζουν εκκαθαρίσεις στο ΚΚΕ. Γι’ αυτό χρειάζεται άμεσα έ­κτακτο Συνέδριο.

Αθήνα 7/7/1989

Σχολιάστε