14ο Συνέδριο ΚΚΕ: Η Εισήγηση της ΚΕ

Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής στο 14ο συνέδριο του ΚΚΕ (18-21 Δεκέμβρη 1991)

Εισαγωγή

Στη μακρόχρονη πορεία του Κόμματός μας, είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε και να ζήσουμε γεγονότα ιστορικής σημασίας και δύσκολες στιγμές. Το 14ο έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ πραγματοποιείται σε μια τέτοια δύσκολη και κρίσιμη περίοδο.

Φιλοδοξούμε να δώσουμε απαντήσεις, κατευθύνσεις και προσανατολισμούς σε θέματα κρίσιμα για το παρόν και το άμεσο μέλλον του ίδιου του ΚΚΕ. Οι απαντήσεις αφορούν τα σοβαρότατα προβλήματα της χωράς, τα συμφέροντα των εργαζομένων, σε συνθήκες μακρόχρονης πολύπλευρης κρίσης στη χώρο μας, πρωτοφανούς διεθνοποίησης, όπου η τύχη του κάθε χωριστού λαού εξαρτάται πολύ περισσότερο απ’ ό, τι πριν και από τις διεθνείς εξελίξεις και συσχετισμούς.

Χαιρετίζουμε με ιδιαίτερη συγκίνηση τους εκπροσώπους αδελφών κομμάτων. Σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες που περνά όλη η Ευρώπη, τα Βαλκάνια, η περιοχή της Μεσογείου, πιο έντονα συνειδητοποιούμε την πολύτιμη και αναντικατάστατη αξία της διεθνούς αλληλεγγύης, της αδελφικής συνεργασίας, της ανταλλαγής εμπειριών και απόψεων. Για μας τους Έλληνες κομμουνιστές, η διεθνιστική αλληλεγγύη είναι υψηλή αξία που έχει μεταδοθεί από γενιά σε γενιά σαν σκυτάλη, από τη στιγμή που ιδρύθηκε το Κόμμα μας στις 18 Νοέμβρη του 1918.

Χαιρετίζουμε την παρουσία στις εργασίες του συνεδρίου μας εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου και των εργαζομένων της χώρας, παρουσία που υπογραμμίζει την αξία του διαλόγου και της αντιπαράθεσης, η οποία στηρίζεται στην επιχειρηματολογημένη άποψη, μακριά από εντυπώσεις και τεχνητές εντάσεις.

Τι περιμένουμε από το συνέδριο;

Να διαμορφώσουμε τους στόχους πάλης για μια προοδευτική πολιτική ανάπτυξης της χώρας μας και τους αναγκαίους όρους για την προώθησή της, ο πιο βασικός από τους οποίους είναι η ανάπτυξη του μαζικού λαϊκού κινήματος και των κοινωνικών αγώνων. Να κλείσουμε την αυλαία της δίχρονης κρίσης στο Κόμμα. Να επουλωθούν οι οδυνηρές πληγές που προκάλεσε στην εσωτερική μας ζωή και ιδιαίτερα στη δράση. Να αποκατασταθούν οι αρχές λειτουργίας μας με κορυφαίες τη συλλογικότητα, την ενιαία δράση, την αναπτυγμένη εσωκομματική δημοκρατία.

Είμαστε αισιόδοξοι ότι θα τα πετύχουμε όλα αυτά γιατί τώρα είμαστε περισσότερο ώριμοι και νηφάλιοι να ολοκληρώσουμε τα συμπεράσματα για τις αιτίες της κρίσης, παίρνοντας σοβαρό υπόψη και τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε στην προσυνεδριακή περίοδο, ξέρουμε ότι η πλήρης ανασυγκρότηση του Κόμματος θα πάρει χρόνο. Όμως το έκτακτο 14ο Συνέδριο μπορεί να ανοίξει τη νέα σελίδα του ΚΚΕ, κόμματος της εργατικής τάξης, επαναστατικού, σύγχρονου, μαχητικού, λαϊκού, πατριωτικού και διεθνιστικού, που παλεύει για τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, αγωνίζεται για ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές προς το σοσιαλισμό και την κομμουνιστική προοπτική.

Το συνέδριό μας θα καταλήξει σε μια συνολική, αλλά ανοιχτή στις εξελίξεις, εκτίμηση για τη διεθνή κατάσταση, θα προσδιορίσει την αντίληψη του ΚΚΕ για το ρόλο του κομμουνιστικού, προοδευτικού και φιλειρηνικού κινήματος με τις αποχρώσεις και τα ιδιαίτερα ρεύματα που το χαρακτηρίζουν.

Το Κόμμα μας πέρασε την τελευταία περίοδο κυριολεκτικά μέσα από συμπληγάδες. Αντιμετώπισε τον τυφώνα της κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Έφθασε στο χείλος του γκρεμού και στο «παρά πέντε» γλίτωσε από τον ιδεολογικά εκφυλισμό και το μαρασμό. Η τραγική εξέλιξη αποφεύχθηκε τόσο κατά τη διάρκεια του 13ου Συνεδρίου, όσο και μετά από αυτό με αποφάσεις της ΚΕ που απέτρεψαν τη διάχυση του Κόμματος στον τότε Συνασπισμό και απομόνωσαν τα στελέχη που συνειδητό μεθόδευαν τη διάλυσή του.

Το ΚΚΕ στάθηκε ορθό χάρη στην ιστορία του, την πολύτιμη πείρα του, τους δεσμούς με την εργατική τάξη και τα , λαϊκά στρώματα της χώρας. Άντεξε στην καταιγίδα χάρη στις χιλιάδες μέλη, οπαδούς και φίλους του, που απαίτησαν τη συνέχιση της αυτοτελούς δράσης του και ύψωσαν ένα κατηγορηματικό όχι στη διάλυσή του.

Ίσως ακόμα και σήμερα δεν έχει βαθιά συνειδητοποιηθεί πόσο κοντά στον κίνδυνο διάλυσης βρεθήκαμε, πόσο δραματικές συνέπειες για το λαϊκό κίνημα της χώρας μας, για την προοπτική της αλλαγής θα είχε η διάλυση του ΚΚΕ.

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός μαζικού, ισχυρού ΚΚΕ. Δίχως ισχυρό, μαζικό ΚΚΕ δεν είναι δυνατή μια προοδευτική πορεία στον τόπο χωρίς παλινδρομήσεις.

Μετά το 14ο Συνέδριο, παράλληλα με τη δράση μας για την προώθηση των άμεσων και καθημερινών προβλημάτων του λαού μας, θα δώσουμε συνέχεια στη διερεύνηση ορισμένων ζητημάτων που λόγω του έκτακτου χαρακτήρα του 14ου Συνεδρίου δεν ήταν δυνατό να τα μελετήσουμε σε βάθος και με πληρότητα, θα ξεκινήσουμε την επεξεργασία του προγράμματος του Κόμματος, στα πλαίσια του οποίου κεντρική θέση κατέχει το πρόβλημα της ΕΟΚικής ολοκλήρωσης, η βαθύτερη ανάλυση των αιτιών ανατροπής και κατάρρευσης των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση.

Η προσυνεδριακή μας δράση

Αν και το συνέδριό μας προκηρύχθηκε έκτακτα και σε συνθήκες εξαιρετικά αντίξοες, η προσυνεδριακή μας δράση ήταν πολύ περισσότερο ανοιχτή, εξωστρεφής σε σύγκριση με το προηγούμενο συνέδριο. Την κρίση τη ζήσαμε και την αντιμετωπίσαμε κάνοντας σημαντικά ανοίγματα σε περίοδο καλοκαιριού στους εργαζόμενους, στο λαό, με εκατοντάδες μαζικές συγκεντρώσεις, περιοδείες σε πόλεις, χωριά και τόπους δουλειάς. Μιλήσαμε ανοιχτά στους εργαζόμενους για την κρίση του ΚΚΕ, για τις αντιπαραθέσεις και διαφωνίες που εμφανίσθηκαν πιο έντονα ύστερα από το 13ο Συνέδριο. Έχουμε την πεποίθηση ότι πολλοί μας κατάλαβαν, πάρα πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι στάθηκαν δίπλα μας και μας στήριξαν στη δύσκολη φάση που πέρασε το Κόμμα. Ας μην επιτρέψουμε να ξεχαστεί ποτέ αυτή η εμπειρία. Με τους εργαζόμενους, με τους ανθρώπους του μόχθου μαζί θα ξεπερνούμε με διάλογο, ενημέρωση, πληροφόρηση όποιες δυσκολίες θα υπάρχουν και στο μέλλον.

Παρά τις δυσκολίες από τον περιορισμένο χρόνο που είχαμε, ολοκληρώθηκε η προσυνεδριακή μας δουλειά. Η ΚΕ μελέτησε τις προτάσεις και τις κριτικές παρατηρήσεις που έγιναν. Αρκετές με ευστοχία επισήμαναν ελλείψεις των θέσεων ή ασάφειες. Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του Κόμματος συμφώνησε με τις βασικές επιλογές της απερχόμενης ΚΕ τον περασμένο Ιούνη. Η συζήτηση στις συνελεύσεις των ΚΟΒ και τις συνδιασκέψεις στράφηκε κυρίως σε τρία βασικά ζητήματα: Στις αιτίες της κρίσης, στις ευθύνες της ΚΕ του ΚΚΕ, στις διεθνείς εξελίξεις και ιδιαίτερα στις εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση. Ξεχωριστό ενδιαφέρον συγκέντρωσε η σημερινή κατάσταση του κομμουνιστικού κινήματος, ο σύγχρονος ρόλος του, ο συντονισμός και η κοινή δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, η θέση της Ελλάδος στην ΕΟΚ. Αρκετοί σύντροφοι ζήτησαν να γίνει πιο αναλυτική και εξειδικευμένη επεξεργασία των άμεσων προτάσεων μας για τα προβλήματα των εργαζομένων.

Είναι αρνητικό ότι σε μια περίοδο που οξύνονται όλα τα μακροχρόνια προβλήματα της χώρας, λίγοι σχετικά σύντροφοι ανάπτυξαν ουσιαστικό προβληματισμό για τις πολιτικές εξελίξεις και την πολιτική μας πρόταση. Λιγότεροι επίσης καταπιάστηκαν σε βάθος με τα προβλήματα του μαζικού κινήματος. Πρέπει ν’ ανησυχήσουμε, γιατί το φαινόμενο αυτό σε μεγάλο βαθμό δείχνει τάση εσωστρέφειας, απόσπασης από την πολιτική και κοινωνική δράση.

Δεν έλειπαν δυστυχώς τα φαινόμενα μιας επιφανειακής «διαγώνιας» μελέτης του κειμένου των θέσεων, πράγμα που δείχνει μειωμένη ανησυχία και ευθύνη στην επεξεργασία των κατευθύνσεων και των προτάσεων του Κόμματός μας. Η προσυνεδριακή δουλειά (συνελεύσεις, συνδιασκέψεις, ανοιχτός διάλογος) ανέδειξε για άλλη μια φορά, μια αλήθεια: πολλή δουλειά και προσπάθεια πρέπει να γίνει ώστε να ανυψωθεί το ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο και η κατάρτιση στελεχών και μελών ώστε η ιδεολογική ενότητα και συνοχή του Κόμματος να είναι στέρεα, συνειδητή, βασισμένη στη γνώση, στη γενίκευση της πείρας της ταξικής πάλης και των αγώνων. Μόνον έτσι θα αποτρέπονται στην πορεία παρεκκλίσεις πότε της μιας, πότε της άλλης κατεύθυνσης. Πιστεύουμε ότι στην εισήγηση που παρουσιάζουμε σήμερα βρίσκουν θετική ανταπόκριση αρκετές από τις παρατηρήσεις, τις προτάσεις και τις υποδείξεις που έκαναν τα μέλη του Κόμματος.

Η διεθνής κατάσταση. Η θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια, την Ευρώπη, το σύγχρονο κόσμο

Το γενικά χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης είναι ο αρνητικός διεθνής συσχετισμός υπέρ των δυνάμεων της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας και καταπάτησης των εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, σε βάρος των δυνάμεων της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας, μιας δίκαιης τάξης πραγμάτων και της σοσιαλιστικής προοπτικής. Η ανθρωπότητα βαδίζει σήμερα στο δρόμο της επιταχυνόμενης διεθνοποίησης κάτω από την ηγεμονία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των πολυεθνικών, που δεν έχουν πατρίδα. Τα πολυεθνικά μονοπώλια αναζητούν νέες κερδοφόρες διεξόδους στο κυνήγι των νέων αγορών που εμφανίστηκαν ύστερα από τη διάλυση του σοσιαλιστικού συστήματος. Την ίδια ώρα άλλα κράτη κατακερματίζονται και αποσυντίθενται, όπως είναι η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία, ενώ κίνδυνοι απειλούν και άλλες χώρες.

Εκτός από τη ΝΔ, και το ΠΑΣΟΚ και ο λεγόμενος Συνασπισμός εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν με ειδυλλιακό τρόπο την πτώση των καθεστώτων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, να μη βλέπουν -αυτό που βλέπουν απλοί άνθρωποι – την αλυσίδα των επικίνδυνων γεγονότων που ακολούθησαν στο εσωτερικό πολλών χωρών και στις διεθνείς σχέσεις, με πιο χαρακτηριστικό τις εθνικιστικές συγκρούσεις, τον ανερχόμενο σοβινισμό, το ρατσισμό, τον αντικομμουνισμό, την απειλή της Ειρήνης.

Ανησυχούμε βαθιά για την άνοδο συντηρητικών και μάλιστα ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, όπως έδειξαν οι γενικές ή τοπικές εκλογές σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Σουηδία, Ιταλία κ.ά.). Για την εκλογική αποχή, σε μια περίοδο που τόσο πολύ είναι αναγκαία η κοινωνική και πολιτική συμμετοχή των λαών. Ανησυχούμε για την αναζωογόνηση φασιστικών κινήσεων σε πολλές χώρες, την άνοδο του κοινωνικού ρατσισμού, της ξενοφοβίας, τη διόγκωση του μεταναστευτικού ρεύματος. Για τις ζώνες φτώχειας που εμφανίζονται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Την αύξηση των περιθωριακών ομάδων. Την πολιτιστική φτώχεια, τόσο κραυγαλέα αντίθετη με την έκρηξη των πληροφοριών και των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Τα τραγικά αυτά φαινόμενα έχουν την πηγή τους στην κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, στις πολύμορφες επιδράσεις της υποχώρησης του σοσιαλισμού στην κοινωνική και πολιτική συνείδηση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΟΚ ο αριθμός των φτωχών στα 12 κράτη-μέλη, από 38 εκατομμύρια που ήταν το 1975, ανέβηκε στα 44 εκατομμύρια το 1985. Από τους φτωχούς της Ευρώπης, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΟΚ, 12,5 εκατομμύρια είναι άνεργοι και 2 εκατομμύρια άστεγοι. Μόνο στη Μεγάλη Βρετανία οι άστεγοι έχουν επισήμως αυξηθεί κατά δέκα φορές σε σχέση με την προηγούμενη 10ετία.

Ίσως κανείς να σκεφτεί ότι η ανθρωπότητα οριστικά πισωγύρισε, βρίσκεται πολύ κοντά στο χείλος νέων δεινών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πια το αντίβαρο του ισχυρού σοσιαλιστικού συστήματος, που ήταν ο θερμός υποστηρικτής των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων, ο πιστός αντίπαλος του μιλιταρισμού, του ψυχρού πολέμου, του κυνηγητού των εξοπλισμών.

Χωρίς να παραγνωρίζουμε τους νέους κινδύνους και απειλές, θεωρούμε ότι ο καπιταλισμός δεν αναδείχθηκε αδιαμφισβήτητος και οριστικός νικητής. Ούτε πολύ περισσότερο απαλλάχτηκε από τα βαριά στίγματα της αδικίας, της απανθρωπιάς, της εκμετάλλευσης, της ληστρικής εκμετάλλευσης της φύσης και του πλουτοπαραγωγικού δυναμικού στο βωμό του κέρδους.

Η ήττα που γνώρισαν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα δεν αρκεί για να εξαλείψει από τη συνείδηση των ανθρώπων τις καταχτήσεις από τη φιλειρηνική πολιτική των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Δεν σβήνονται από την ανθρώπινη μνήμη βασικές καταχτήσεις που μόνον ο σοσιαλισμός μπόρεσε να πετύχει στον 20ό αιώνα, όπως: η κατάργηση της ανθρώπινης εκμετάλλευσης, η κατοχύρωση στην πράξη των κοινωνικών δικαιωμάτων, το κλίμα ασφάλειας και η μοναδική διεθνιστική αλληλεγγύη. Ο σοσιαλισμός δεν υπάρχει σήμερα σε πολλές χώρες ως σύστημα, υπάρχουν όμως οι καταχτήσεις του, που δεν είναι εύκολο να ανατραπούν ριζικά. Είναι σίγουρο ότι αυτό θα αφυπνίσει εκατομμύρια εργαζομένων που ήθελαν την ανανέωση και την ανασυγκρότηση του σοσιαλισμού, όχι όμως και την επιστροφή στο καπιταλιστικό παρελθόν. Ήθελαν και θέλουν μια κοινωνία δικαιοσύνης και σεβασμού του ανθρώπου.

Το κομμουνιστικό κίνημα αδυνάτισε επικίνδυνα. Κόμματα αυτοδιαλύθηκαν ή μπήκαν σε ένα είδος παρανομίας. Όμως το κομμουνιστικό κίνημα υπάρχει και σήμερα, βεβαίως πολύ λιγότερο συγκροτημένο και ισχυρό, αλλά υπάρχει ως βάση. Εκεί που διαλύθηκαν κομμουνιστικά κόμματα, με τη θέλησή τους ή όχι, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κομμουνιστές, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν στο σοσιαλισμό. Οι δυνάμεις αυτές αρχίζουν να συνέρχονται από το σοκ και αναλαμβάνουν νέες πρωτοβουλίες. Από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, από τη Σοβιετική Ένωση φθάνουν μηνύματα ανασυγκρότησης των κομμουνιστών, ανασύνταξης των δυνάμεών τους.

Οι Έλληνες κομμουνιστές υποστηρίζουν ολόψυχα τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που προωθούνται στις χώρες που παραμένουν σοσιαλιστικές, αυτές που ενισχύουν τις αρχές του σοσιαλισμού, απελευθερώνουν τις εγγενείς δυνατότητές του για ανασυγκρότηση και συνεχή τελειοποίηση. Το ΚΚΕ συμπαρίσταται ολόψυχα στις δυνάμεις που δε λύγισαν, δραστηριοποιούνται για την ανασυγκρότηση των κομμουνιστικών κομμάτων και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας, πολιτικών διωγμών και έξαλλου αντικομμουνισμού. Το ΚΚΕ συμπαραστέκεται στο λαό της Κούβας, που με επικεφαλής το ηρωικό ΚΚ, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και αποκλεισμού υπερασπίζεται το δικαίωμά του να καθορίζει το δικό του δρόμο ανάπτυξης.

Δεν είναι υποχρεωτικό η ήττα του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη να οδηγήσει στην παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού. Οι χώρες που απειλούνται με δορυφοριοποίηση αργά ή γρήγορα θα αντιδράσουν. Οι λαοί δεν θέλουν το γύρισμα προς τα πίσω.

Οι εξελίξεις επομένως παραμένουν ρευστές. Η διαπάλη ανάμεσα στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων και στους λαούς που διεκδικούν ανεξαρτησία, ανάπτυξη, πρόοδο, ειρήνη, συνεργασία και τη σοσιαλιστική προοπτική συνεχίζεται. Έχουμε επίγνωση ότι η μάχη αυτή θα εξελίσσεται μέσα από δυσκολίες, δεν θα είναι ευθύγραμμη, ο αγώνας θα είναι μακροχρόνιος, απαιτεί επιμονή, υπομονή, θάρρος, αισιοδοξία και ρεαλισμό μαζί.

Η απουσία σοσιαλιστικού συστήματος ανεβάζει το θερμόμετρο των ενδοϊμπεριαλισπκών αντιθέσεων, των ανταγωνισμών, ιδιαίτερα ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ΗΠΑ, ΕΟΚ, Ιαπωνίας. Ο πόλεμος του Κόλπου, η κρίση στα Βαλκάνια, η νέα επιθετική στρατηγική του ΝΑΤΟ, η κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΟΚ γίνονται πεδία έκφρασης αυτών των ανταγωνισμών. Ωστόσο αυτά δεν πρέπει να απολυτοποιούνται. Για την ώρα αναζητούνται τρόποι και μορφές συμβιβασμού μεταξύ τους, έχοντας επίγνωση ότι ένα ρήγμα στις σχέσεις τους μπορεί να αξιοποιηθεί από τις άλλες χώρες και τα προοδευτικά κινήματα. Οι μορφές συμβιβασμού δεν μπορεί παρά να έχουν προσωρινό χαρακτήρα, καθώς ο καπιταλισμός δεν ξεπερνά ολοκληρωτικά την κρίση του και οι μεγάλες δυνάμεις δε δέχονται συνεργάτες στο μοίρασμα της «πίτας». Η πορεία θα είναι περίπλοκη. Τους προσωρινούς συμβιβασμούς θα διαδέχονται νέοι ανταγωνισμοί. Η διάθεση για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ τους στο μοίρασμα των κερδών και αγορών θα αναβιώνει. Πρέπει από κοντά να μελετάμε τις εξελίξεις, ώστε οι προβλέψεις και οι διαπιστώσεις μας να βρίσκονται όσο γίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Για να μην κυριαρχήσει παγκόσμια η ιμπεριαλιστική ηγεμονία, απαιτούνται μια σειρά προϋποθέσεις: Να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να αναπτυχθεί το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Να ενισχυθεί η κοινή πάλη των λαών και των κινημάτων με το σύγχρονο αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο που αυτή αποκτά. Όλα τα αντιιμπεριαλιστικά, φιλειρηνικά, προοδευτικά ρεύματα να συναντηθούν, να συσπειρωθούν ενάντια στη νέα τάξη πραγμάτων, που προωθείται όχι μόνον από τις ΗΠΑ – όπως ορισμένοι ουτοπικά πιστεύουν – αλλά από το σύνολο των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών. Να συσπειρωθούν οι λαοί, όλα τα ρεύματα πάλης που αντιπαλεύουν το ρατσισμό, το σοβινισμό, το φασισμό, οι χώρες που υποφέρουν από την καθυστέρηση και τα χρέη.

Να μην επιτραπεί να κυριαρχήσει η μοιρολατρία, η απογοήτευση, η έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις της εργατικής τάξης, των λαών και των κινημάτων τους. Να μην επιτραπεί η αυτοκριτική και βαθιά κριτική εξέτασή των αιτιών της προσωρινής ήττας να οδηγήσει στην εξιδανίκευση του καπιταλισμού, στην αντίληψη ότι είναι παντοδύναμος, στην υποστολή της αντικαππαλιστικής κριτικής και δράσης.

***

Η διάλυση του σοσιαλιστικού συστήματος, του Συμφώνου της Βαρσοβίας και η πορεία εξασθένισης και διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν ένα κενό στον πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό τομέα, που βάζει σε κίνδυνο την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Ευρώπης. Ας μην ξεχνάμε ότι στην εποχή μας η Ευρώπη αποτέλεσε την εστία έκρηξης δυο παγκόσμιων πολέμων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του καπιταλισμού.

Σ’ αυτές τις συνθήκες γίνεται αισθητή η έλλειψη περιφερειακών και διεθνών θεσμών που θα εγγυώνται τη συλλογική ασφάλεια σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Η διαδικασία του αφοπλισμού που προωθείται την περίοδο αυτή δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη στρατιωτική ισχύ του ιμπεριαλισμού και ιδιαίτερα την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Η νέα επιθετικότητα που δείχνουν ΝΑΤΟ-ΗΠΑ και ορισμένοι σύμμαχοί τους δεν έχει καμιά σχέση με το επιχείρημα που προβάλλουν, ότι επιδιώκουν να διαφυλάξουν τη σταθερότητα στην Ανατολική Ευρώπη και να αποτρέψουν τις διεθνικές συρράξεις.

ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, αλλά και μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις, αναλύουν τη σημερινή σύνθετη πραγματικότητα με μια καθαρά ταξική οπτική, που εξυπηρετεί το άμεσα και μακρόπνοα στρατηγικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. Επιδιώκουν να ελέγξουν τις εξελίξεις και να προλάβουν μια νέα αποφασιστική παρέμβαση των λαών που θα αμφισβητήσει και προοπτικά θα θέσει σε κίνδυνο τα οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά συμφέροντά τους, θα ανοίξει το δρόμο για ριζικές αλλαγές σε χώρες που η διέξοδος από την κρίση συν­δέεται αναπόφευκτα με τη σοσιαλιστική προοπτική.

Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, η ΕΟΚ, η Γερμανία με τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζει σήμερα ως υπερδύναμη και με το δικό της τρόπο η Ιαπωνία δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να τεθεί σε αμφισβήτηση το δικό τους δόγμα, ότι ο σοσιαλισμός ήταν ένα διάλειμμα στον 20ό αιώνα. Η αλήθεια είναι βέβαια διαφορετική. Οι ΗΠΑ συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στις περιοχές της κεντροανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, για τη ληστρική εκμετάλλευσή τους. Αν οι ΗΠΑ ελέγξουν τις περιοχές αυτές, ελπίζουν ότι θα ανακτήσουν την παγκόσμια οικονομική τους ισχύ, που σήμερα είναι κατώτερη από τη στρατιωτική τους δύναμη.

Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ οραματίζονται μια Ευρώπη με ένα σύστημα ασφάλειας – όπως το αποκαλούν – κάτω από την ομπρέλα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και τη νατοποίηση ευρύτερων περιοχών. Αρνούνται ότι μπορεί να υπάρξει έναντι του ΝΑΤΟ άλλο εναλλαχτικό σύστημα, έστω και αν διαμορφώνεται από φιλικές τους δυνάμεις. Στις προτάσεις για ξεχωριστή δυτικοευρωπαϊκή άμυνα αντιπαρατίθενται με αποφασιστικότητα, αλλά και με ευελιξία, ώστε να μην υπάρξει ρήξη, αλλά να διατηρηθεί η συνεργασία τους, που στρέφεται κατά των προοδευτικών κινημάτων.

Η αναδιάρθρωση του ΝΑΤΟ που αποφασίστηκε στη σύνοδο της Ρώμης έχει διπλό στόχο: Να υπηρετήσει την εξασφάλιση της κυριαρχίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη, να προωθήσει την επίδρασή τους στις πρώην σοσιαλιστικές, τις βαλκανικές, καθώς επίσης και στις χώρες της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής.

Η νέα στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ με τις ευέλικτες , μονάδες ταχείας επέμβασης προδίδει τους επιθετικούς σχεδιασμούς της ηγεσίας του. Ο στρατιωτικός αυτός συνασπισμός αποχτά τη δυνατότητα μαζί με τη ΔΕΕ και τις κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΟΚ να επεμβαίνουν σε οποιοδήποτε σημείο της γης, έξω από το χώρο ευθύνης τους. Σε σύντομο χρόνο να στέλνουν αποσπάσματα για να σβήσει όποια εστία αντιιμπεριαλιστικής, φιλειρηνικής και προοδευτικής πάλης υπάρχει σήμερα ή θα «δηλωθεί στο μέλλον.

Το ΚΚΕ υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί, με εγγύηση του ΝΑΤΟ ή της ΔΕΕ, να υπάρξει ασφάλεια, ειρήνη, σταθερότητα και προστασία των δικαιωμάτων των λαών να καθορίζουν το δικό τους δρόμο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Για την ασφάλεια της Ευρώπης απαιτείται ένα συλλογικό ηπειρωτικό σύστημα που δεν θα αναπαράγει τη διαίρεσή της, ανάλογα με τις στρατιωτικές συμμαχίες που θα δημιουργούν οι μεγάλες δυνάμεις. Ένα συλλογικό σύστημα που θα μετέχουν όλες ανεξαιρέτως οι χώρες, μεγάλες και μικρές, ισχυρές και αδύναμες, πλούσιες και φτωχές. Η προώθηση ενός συλλογικού συστήματος ασφάλειας, συμβαδίζει με την άνοδο της πάλης των λαών, την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό των χωρών, την ανάδειξη κυβερνήσεων σταθερό προσανατολισμένων σε μια δίκαιη τάξη πραγμάτων.

Οι κατακτήσεις του φιλειρηνικού κινήματος των προηγούμενων δεκαετιών κάτω και από την έντονη δράοη των σοσιαλιστικών χωρών, όπως το Ελσίνκι ’75, δεν πρέπει να ακυρωθούν, αλλά να αξιοποιηθούν στις σημερινές προσπάθειες. Να αξιοποιηθούν, όσο βέβαια ακόμα το επιτρέπουν οι σημερινές συνθήκες, ορισμένοι θεσμοί και όργανα που συγκροτήθηκαν με την ευκαιρία της ΔΑΣΕ, η οποία ήδη βρίσκεται σε διαδικασία υποβάθμισης με ευθύνη των ΗΠΑ και των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Το βασικό είναι να προβληθούν από το σύγχρονο φιλειρηνικό κίνημα στόχοι πάλης που υποδείχνουν τρόπους επίλυσης των διεθνικών διαφορών και τοπικών συρράξεων με πολιτικά, ειρηνικά μέσα.

Πρέπει επίσης να αναζητηθεί ένα καθολικό συλλογικό σύστημα ασφάλειας σε παγκόσμια κλίμακα. Το ρόλο αυτό θα μπορούσε να τον παίξει ο ΟΗΕ με την προϋπόθεση ότι θα εκσυγχρονισθούν οι δομές του και θα αποτραπούν οι επίμονες προσπάθειες των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων δυνάμεων να χειραγωγήσουν τα όργανα και τις αποφάσεις του.

Ήρθε η ώρα, το φιλειρηνικό κίνημα σε κάθε χώρα, σε κάθε περιοχή ή ήπειρο να αναδιοργανωθεί, να ξαναπάρει τη θέση που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες,να εκφράσει τις σύγχρονες απαιτήσεις. Χρειάζεται να ενισχυθεί με έμψυχο υλικό και υποδομή ώστε να αποκτήσει την κινητικότητα που απαιτείται, να συμβάλει στην ανάπτυξη διεθνών σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες οργανώσεις που υπάρχουν κατά χώρα και περιοχή, να αποκτήσει μεγάλη ευρύτητα στους κόλπους του, συνενώνοντας και συντονίζοντας με τις πιο πρόσφορες μορφές, όλες τις υπαρκτές σήμερα δυνάμεις.

Προβληματίζει πολλούς συντρόφους το ερώτημα αν είναι ρεαλιστικό σήμερα το αίτημα για διαμόρφωση οργάνων συλλογικής ασφάλειας, ικανών να εγγυηθούν ότι θα εκφράζονται ισότιμα τα συμφέροντα όλων των χωρών. Δεν αγνοούμε ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι αρνητικός, άρα οποιοδήποτε συλλογικό θεσμικό όργανο θα βρίσκεται σήμερα κάτω από συνεχή προσπάθεια χειραγώγησης. Ο στόχος αυτός δεν θα εκπληρωθεί κυρίως με μια διαπραγμάτευση κορυφών, αφού ο σημερινός συσχετισμός δεν διευκολύνει. Αποτελεί κυρίως στόχο κινητοποίησης των λαών και των κινημάτων, στη βάση του οποίου θα διαμορφώνονται και νέοι συσχετισμοί, νέες συνειδήσεις.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική

Στη σημερινή διεθνή συγκυρία ανάγεται σε θέμα πρωταρχικής σημασίας η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Αυτή πρέπει να στηρίζεται στις αρχές της εθνικής ανεξαρτησίας, να είναι φιλειρηνική, να αντιστρατεύεται την ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων, να διασφαλίζει έμπρακτα τη σταθερότητα στην περιοχή, τη συνεργασία και φιλία με τις άλλες χώρες.

Πρέπει επιτέλους στο τέλος του 20ού αιώνα να κοπεί ο ομφάλιος λώρος της ανοιχτής ή συγκαλυμμένης εξάρτησης από την πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Ανάγκη αδήριτη, ειδικά τώρα που η κατάσταση στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια χειροτερεύει με γρήγορους ρυθμούς. Ο διαμελισμός του γιουγκοσλάβικου κράτους είναι ορατός και μεγαλώνει με την πολιτική της Γερμανίας που συνεπικουρείται και από την Αυστρία και Ουγγαρία.

Η κυβέρνηση σε κρίσιμους τομείς προσαρμόζεται και ευθυγραμμίζεται με την πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Στα διεθνή όργανα που παίρνει μέρος, κατά κανόνα συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των «συμμάχων». Στηρίζει συντηρητικές και αντιδραστικές δυνάμεις στο βαλκανικό χώρο, όπως στην περίπτωση της Βουλγαρίας. Οι σύμμαχοί της στη χώρα αυτή έχουν σοβινιστικό προσανατολισμό και στηρίζονται στον άξονα φιλίας με την Τουρκία. Είναι πολύ βαριά η ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης, που δέχθηκε, παρά τις αρχικές τοποθετήσεις της, το γενικό εμπάργκο κατά της Γιουγκοσλαβίας και στη συνέχεια το επιλεκτικό κατά της Σερβίας. Δεν τόλμησε να κάνει χρήση του βέτο για να μπλοκάρει την απόφαση αυτή, όπως το επιβάλλουν τα συμφέροντα της χώρας.

Η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα πρέπει να δηλώσουν μπροστά στον ελληνικό λαό, χωρίς υπεκφυγές και αφηρημένες θέσεις, ότι θεωρούν τα σύνορα της χώρας απαραβίαστα και ότι η χώρα μας δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις από κανέναν. Να καυτηριάσουν ανοιχτά κάθε ανοιχτή ή συγκαλυμμένη προπαγάνδα αντιπερισπασμού για ελληνικές διεκδικήσεις. Μια τέτοια λογική αν επικρατήσει σημαίνει κίνδυνο έκρηξης τοπικών πολέμων, που μπορεί να οδηγήσει σε γενικευμένη σύγκρουση.

Το ΚΚΕ τάσσεται υπέρ της διμερούς και πολυμερούς διαβαλκανικής συνεργασίας, με βάση την ισοτιμία, και τον αμοιβαίο σεβασμό, τη μη επέμβαση στα εσωτερικά των χωρών, για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της κοινής ασφάλειας στα Βαλκάνια. Υποστηρίζει τη σύγκληση Διαβαλκανικής Διάσκεψης για την προώθηση της φιλίας και συνεργασίας σε όλους τους τομείς, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, συνδικαλιστικό, πολιτιστικό, οικολογικό. Στα πλαίσια της κοινής κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, οι μειονότητες, οι ομάδες με ιδιαιτερότητες γλωσσικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές, πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα, να μετατραπούν σε γέφυρα φιλίας και επικοινωνίας ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς. Το ΚΚΕ υποστήριξε και υποστηρίζει σταθερά την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας με όποια πρόσφορη μορφή μπορεί να γίνει αυτή. Η διάσπασή της φέρνει όχι μόνο την οπισθοδρόμηση, αλλά και τεράστιους κινδύνους. Στα πλαίσια αυτά η ανακήρυξη αυτόνομου μακεδονικού κράτους στα Σκόπια, με τα σημερινά δεδομένα, μπορεί να αποτελέσει το πρόσχημα για εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας και άλλων βαλκανικών χωρών.

Η Τουρκία παίζει σήμερα το ρόλο του πιο πιστού και πολύτιμου συμμάχου των ΗΠΑ για την επιβολή της νέας τάξης στην περιοχή. Η κύρια στρατηγική της είναι να συσπειρώσει το μουσουλμανικό στοιχείο που ζει στις ασιατικές Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης ως την Αλβανία, να διεισδύσει οικονομικά σε όλη αυτή την έκταση, με τη βοήθεια και των αμερικάνικων ιδιωτικών κεφαλαίων. Η νέα κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές με επικεφαλής τον Ντεμιρέλ συνεχίζει την πολιτική της προκατόχου της. Ωστόσο και με την Τουρκία πρέπει να επιδιωχθεί διάλογος με την προϋπόθεση του αμοιβαίου σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής κυριαρχίας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τη διεθνή πρακτική, χωρίς επεμβάσεις και επιθετικές ενέργειες.

Η απόφαση 716 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και η έκθεση του πρώην Γενικού Γραμματέα Χαβιέρ Πέρες Ντε Κουέγιαρ για το Κυπριακό θεωρούμε ότι κατά βάση είναι θετικές. Ωστόσο δεν αποτελεί εγγύηση για την άμεση προοπτική δίκαιης και βιώσιμης λύσης του προβλήματος. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να επιδιώκει τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης με τη συμμετοχή των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Σε κάθε άλλη περίπτωση αναλαμβάνει βαριές ευθύνες. Δεν υπάρχει δίκαιη λύση του Κυπριακού, όταν έρχεται σε αντίθεση με τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ. Η λύση που θα προκύψει πρέπει να αποκλείει τη διχοτόμηση του νησιού, να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία, την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου. Ο ΟΗΕ πρέπει να είναι ο εγγυητής της εφαρμογής και του σεβασμού των αποφάσεων που τυχόν θα παρθούν, ώστε να αποφευχθούν οι μονομερείς επεμβάσεις στο μέλλον.

Υποστηρίζουμε την ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την προώθηση Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στη Μεσόγειο, που να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα σε όλες τις χώρες και σε όλες τις φάσεις να πάρουν ισότιμα μέρος στην προετοιμασία της.

Και μετά τη διάσκεψη της Μαδρίτης η πορεία του Μεσανατολικού προβλήματος εξακολουθεί να είναι δύσκολη και αντιφατική. Μια και μόνη βιώσιμη και σταθερή λύση απαιτείται: αυτή που οδηγεί στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Όχθη και στη λωρί­δα της Γάζας και στην αποχώρηση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα αραβικά εδάφη. Η λύση πρέπει να εγγυάται την ασφάλεια όλων των χωρών, συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ.

Η πρόσκληση του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον εντάσσεται στους γενικότερους σχεδιασμούς των ΗΠΑ για την περιοχή, που καλείται η Ελλάδα να συνδράμει.

Η ελληνική κυβέρνηση αποφεύγει την ουσιαστική πληροφόρηση των κομμάτων για τις μεγάλες επιλογές που κάνει. Χαρακτηριστικό είναι ότι την παραμονή της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στη Ρώμη δεν έκανε καμιά αναφορά στους νέους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, στις δυνάμεις ταχείας επέμβασης στις οποίες θα συμμετέχει η χώρα. Τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης τηρούν σιωπή στο κρίσιμο αυτό ζήτημα, το οποίο θα μας γυρίσει πίσω στην εποχή του ψυχρού πολέμου και μάλιστα σε περίοδο που εκδηλώνονται τοπικές στρατιωτικές αναμετρήσεις και συγκρούσεις. Το ΠΑΣΟΚ είναι ένθερμος υποστηρικτής της ΔΕΕ, επί 8ετίας ξεκίνησε την προσπάθεια ένταξης. Ουσιαστικά δεν διαφωνεί μαζί της και ο «ΣΥΝ». Η πράξη έχει διαψεύσει και τα δυο αυτά κόμματα που ισχυρίζονται ότι η ΔΕΕ είναι ανεξάρτητος ευρωπαϊκός οργανισμός, ενώ στην πραγματικότητα και επίσημα διακηρύσσεται ότι αποτελεί σύμμαχο και συμπληρωματική δύναμη προς το ΝΑΤΟ. Η ένταξη της Ελλάδας στη ΔΕΕ, ύστερα από τις προβλεπόμενες διαπραγματεύσεις ως το τέλος του 1992, προσθέτει έναν άλλο κρίκο εξάρτησης της χώρας από ξένα κέντρα. Η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρεται να αποσιωπήσει το γεγονός ότι συμμετέχοντας σε στρατιωτικούς σχηματισμούς, θα υποχρεωθεί να παίξει το ρόλο του χωροφύλακα στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Παραβλέπει συνειδητά ότι η περιοχή αυτή για τη χώρα μας αποτελεί χώρο παραδοσιακής φιλίας, οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας Δεν έχει δικαίωμα ούτε η σημερινή ούτε καμιά άλλη κυβέρνηση να ακολουθεί για λογαριασμό του ελληνικού λαού μια πολιτική άδικη, επικίνδυνη και τελικό εχθρική προς λαούς, που πρέπει να μας συνδέουν μόνο δεσμοί φιλίας και συνεργασίας.

Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι ανάγκη ο λαός μας να ενώσει τη φωνή του με τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης και όλου του κόσμου, για την ανάπτυξη ενός φιλειρηνικού κινήματος δίχως σύνορα, με αιχμή ενάντια στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία της νέας τάξης πραγμάτων και την επικίνδυνη νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ και υπέρ της ειρήνης, του αφοπλισμού, της απομάκρυνσης των ξένων βάσεων. Το κίνημα ειρήνης σήμερα, από τη φύση των εξελίξεων, να εμπλουτίζεται με στόχους για την ανάπτυξη της οικονομίας και την προστασία του περιβάλλοντος. Να αποτελέσει κίνημα πατριωτικό, διεθνικό, αλληλέγγυο στους λαούς που υποφέρουν από κάθε μορφής ιμπεριαλιστική πίεση και επέμβαση. Να απαιτεί την προώθηση συλλογικών θεσμών ασφάλειας στην Ευρώπη. Τη διάλυση του ΝΑΤΟ και της ΔΕΕ, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει συλλογικό σύστημα ασφάλειας με εγγυήσεις, όσο θα υπάρχουν και θα παρεμβαίνουν οι οργανισμοί αυτοί.

Η ασφάλεια στην Ευρώπη, στις άλλες περιοχές και σ’ όλον τον κόσμο ή θα είναι συλλογική ή δεν θα υπάρξει καθόλου.

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η θέση της Ελλάδας

Το θέμα απασχόλησε έντονα τις προσυνεδριακές διαδικασίες. Ένα μέρος των μελών του Κόμματος εξέφρασε επιφύλαξη για το σημείο των θέσεων που καθορίζει στάση του ΚΚΕ στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ορισμένοι σύντροφοι προβληματίζονται και άλλοι προτείνουν να επανέλθουμε στη θέση της αποδέσμευσης από την ΕΟΚ ως προϋπόθεσης για να μπορέσει η Ελλάδα να μπει στο δρόμο της ανάπτυξης και της προόδου. Οι ενστάσεις και επιφυλάξεις που εκφράσθηκαν απορρέουν από τη συσσώρευση αρνητικών εμπειριών. Το ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή που έγινε λόγος στη χώρα μας για τη σύνδεση και την ένταξη στην ΕΟΚ, αποκάλυψε τις αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα. Οι προβλέψεις του δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν. Το χάσμα Ελλάδας-ΕΟΚ αντί να μειωθεί διευρύνθηκε. Οι ευθύνες δεν αφορούν μεμονωμένα την ΕΟΚ και τις επιλογές. Είναι πελώριες οι ευθύνες των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, οι οποίες με την πολιτική τους επιδείνωσαν τους όρους της μακροχρόνιας κρίσης, όξυναν το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας και δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα τις κυρίαρχες επιλογές της Κοινότητας.

Η Κοινότητα και η διαδικασία ολοκλήρωσης αναπαράγουν τις ανισότητες ανάμεσα στις χώρες. Διογκώνουν τη διαίρεση σε αναπτυγμένες χώρες και σε χώρες με προβλήματα εξάρτησης και ανάπτυξης. Οι ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΟΚ σπρώχνουν τη χώρα στην υποβάθμιση σε οικονομία φθηνών υπηρεσιών, στην εξαγορά από το ξένο κεφάλαιο ελληνικών επιχειρήσεων και εδαφών.

Η Ελλάδα θα υποστεί την καταστροφή ενός μεγάλου μέρους της παραγωγικής της βάσης και, αν συνεχισθεί η σημερινή κατάσταση, με πολλές δυσκολίες θα μπορέσει στην πορεία, όταν δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις, να μπει σε φάση ανάκαμψης, εκβιομηχάνισης, ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Το τμήμα της παραγωγής που θα διατηρηθεί, θα μετατρέπεται όλο και πιο πολύ σε τμήμα της πολυεθνικής παραγωγής με κύριο χαρακτηριστικό τη συμπληρωματικότητα, την τεχνολογική εξάρτηση, πέφτοντας στη σχέση εμπόρου-μεταπράτη.

Η πολιτική, οικονομική και νομισματική ένωση θα έχει βαρύτατες ζημιές γιο την Ελλάδα, αν προωθηθεί όπως προγραμματίζεται, ύστερα και από τη Σύνοδο του Μάαστριχτ. Θα οξύνει στο έπακρο το πιο χαρακτηριστικό πρόβλημα της χώρας, το πρόβλημα της ξένης εξάρτησης. Η μεταβατική περίοδος ως το 1997 θα συνοδευτεί με νέα αντιλαϊκό μέτρα λιτότητας. Η ισχύς των υπερεθνικών ρυθμίσεων θα οδηγήσει, να χαράσσεται η οικονομική και κοινωνική πολιτική της χώρας στις Βρυξέλλες, να επιβάλεται από τα έξω.

Η αφετηρία από την οποία ξεκινάει η Ελλάδα για να προσχωρήσει στις δυσβάσταχτες διαδικασίες της ενοποίησης-ολοκλήρωσης είναι πολύ δυσμενής, θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη περιθωριοποίησή της στα πλαίσια της ΕΟΚ, αντί στην πολυδιαφημιζόμενη σύγκλιση. Η Ελλάδα με τα σημερινό δεδομένα αδυνατεί να καλύψει την απόσταση που τη χωρίζει από τις άλλες χώρες της ΕΟΚ. Οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια ξεκινήσει θα δυσκολεύεται από τη δέσμευση να εφαρμόζει την ευρωπαϊκή πολιτική.

Το επίκαιρο καθήκον είναι να αποκαλυφθούν οι αρνητικές συνέπειες από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, να προβληθούν οι στόχοι αντίστασης και πάλης γύρω από τους οποίους πιστεύουμε ότι μπορεί να συσπειρωθούν ευρύτατες κοινωνικές δυνάμεις. Είναι πελώρια η ευθύνη του ΠΑΣΟΚ και του «ΣΥΝ» που κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο καλλιεργούν ειδυλλιακή ατμόσφαιρα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, απσκρύπτοντας το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό κόστος. Τα δυο αυτά κόμματα δεν αντιπολιτεύονται με ουσιαστικό τρόπο την πολιτική της ΝΔ στα θέματα της ΕΟΚ. Καθώς έχουν συγγενείς θέσεις προς την κυβερνητική πολιτική περιορίζονται σε μια φραστική αντιπαράθεση, ιδιαίτερα πα τακτικής και χειρισμών. Δεν υιοθετούμε τη θέση ΕΟΚ=ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ. Η ένταξή μας στην ΕΟΚ δεν μπορεί να στερεί την Ελλάδα από το δικαίωμα να αναπτύξει οικονομικές, εμπορικές σχέσεις με άλλες χώρες, εκτός Κοινότητας, όπως είναι οι γειτονικές μας στα Βαλκάνια, αλλά και οι χώρες της κεντροανατολικής Ευρώπης.

Μετά το συνέδριο, στα πλαίσια της επεξεργασίας του νέου προγράμματος του Κόμματος, θα πραγματοποιήσουμε ειδικές συζητήσεις για τη θέση της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θα μελετήσουμε και θα αναζητήσουμε εναλλαχτικές λύσεις. Το θέμα ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και Ελλάδα είναι προγραμματικού χαρακτήρα και μπορεί να αντιμετωπιστεί στα πλαίσια πανελλαδικού σώματος, που πρέπει να το προσδιορίσει η νέα ΚΕ. Είναι πρόβλημα με θεωρητικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις και πρέπει να το εξετάσουμε από μια γενικότερη σκοπιά, από την οπτική της σχέσης εθνικό-υπερεθνικό, διεθνοποίηση—ολοκλήρωση.

Άμεσοι στόχοι πάλης απέναντι στην ΕΟΚ και την ολοκλήρωση

Θεωρούμε ότι είναι ανάγκη να απαλλαγεί η χώρα μας από την ενδοτική, υποταχτική συμμετοχή της στις ΕΟΚικές επιλογές. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη συμμετοχής στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, σε συνθήκες διεθνοποίησης των σχέσεων, εφαρμογής νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και στις υπηρεσίες. Το ζήτημα όμως είναι ότι η χώρα μας πρέπει να συμμετέχει στο διεθνή καταμερισμό με σχέση ισοτιμίας, σεβασμού των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, με κριτήριο το αμοιβαίο όφελος. Δεν, μπορούμε να συμφιλιωθούμε με την άποψη ότι είναι αντικειμενικό ή μοιραίο να απεμπολούνται τα εθνικά μας συμφέροντα στο όνομα της διεθνοποίησης και ολοκλήρωσης. Η σχέση εθνικού-διεθνικού δεν μπορεί να βρίσκεται σε ανταγωνισμό και αντιπαράθεση και μάλιστα σε βάρος της εθνικής ανεξαρτησίας και της ανάπτυξης της κάθε χώρας. Η χώρα μας, που είναι τελευταία στον πίνακα των χωρών της Κοινότητας, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χαράζει μια πολιτική που να παίρνει υπόψη τα ιδιαίτερα προβλήματά της. Να εναντιώνεται αποφασιστικά για να αποτρέπονται ή να αμβλύνονται οι αρνητικές συνέπειες στην οικονομική της ανάπτυξη, στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων. Να διεκδικεί με προτάσεις στα όργανα της ΕΟΚ συγκεκριμένους στόχους για την οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη.

Οι άμεσοι στόχοι είναι: Ανακατανομή των κοινοτικών πόρων προς όφελος χωρών με προβλήματα ανάπτυξης. Αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ώστε να αναχαιτισθεί η συρρίκνωση του εισοδήματος των μικρομεσαίων παραγωγών, να βελτιωθεί η υποδομή των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, να προστατευθούν τα ελλειμματικά μεσογειακά προϊόντα. Αξιοποίηση των εοκικών προγραμμάτων για τη σχεδιασμένη ανάπτυξη του τομέα των νέων τεχνολογιών. Προστασία και ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Νομική και θεσμική κατοχύρωση του Κοινοτικού Κοινωνικού Χάρτη.

θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια, με στόχο την ευρύτερη ενημέρωση για το χαρακτήρα και τις συνέπειες της ολοκλήρωσης, θα αντιπαλέψουμε τη λογική και την πρακτική να δρομολογηθούν στον ευρωπαϊκό χώρο -δυο ταχύτητες», θα διεκδικήσουμε, να αναπτύξει η χώρα μας σχέσεις και εκτός ΕΟΚ με ευρωπαϊκές και άλλες χώρες.

Σε έναν οργανισμό ισότιμων μελών η αρχή της πλειοψηφίας είναι χρήσιμη, γιατί εξασφαλίζει αποτελεσματικότητα. Όμως, με τις αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες, η αντικατάσταση του βέτο με την αρχή της πλειοψηφίας θα οδηγήσει στην επικράτηση του δίκαιου του ισχυροτέρου σε βάρος των αδυνάτων, όπως είναι η Ελλάδα.

Το ΚΚΕ αρνείται να εκχωρηθούν κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και της ελληνικής Βουλής σε όργανα της ΕΟΚ, που από τη φύση τους ενδιαφέρονται για την εξυπηρέτηση των μεγάλων συμφερόντων, δρουν ανεξέλεγκτα και αποτελούν γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Όχι μόνο δεν πρέπει να υποβιβαστούν τα εθνικά Κοινοβούλια, αλλά να έχουν λόγο για την ευρωπαϊκή πολιτική. Η μεταφορά αρμοδιοτήτων από την Κομισιόν και τα συμβούλια υπουργών στο Ευρωκοινοβούλιο είναι αίτημα που και εμείς υποστηρίζουμε. Σε καμιά περίπτωση όμως το Ευρωκοινοβούλιο δεν μπορεί να υποκαταστατήσει τα εθνικά Κοινοβούλια. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος για τα ευρωπαϊκά θέματα πρέπει να αναβαθμιστεί. Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειρίζεται θέματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εν λευκώ, με δεδομένο ότι όλες οι αποφάσεις και οι νόμοι που θα ψηφίζονται θα αφορούν και την τύχη της χώρας μας.

Η προσοχή μας είναι συγκεντρωμένη στην ανάπτυξη της πάλης στην Ελλάδα κατά κλάδο, κοινωνικό στρώμα, οικονομικά τομέα, περιοχή, ενάντια στις αρνητικές συνέπειες της ένταξης, με στόχο να τις προλάβουμε, όσο το επιτρέπουν οι σημερινές συνθήκες, εσωτερικές και διεθνείς, να τις αποτρέψουμε και με συγκεκριμένες προτάσεις, να βελτιώσουμε τη θέση της χώρας μας. Τα αιτήματα και οι προτάσεις πάλης που αφορούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πρέπει να ενσωματωθούν στις διεκδικήσεις των εργαζομένων για βελτίωση της ποιότητας ζωής, για αντιμετώπιση της παραγωγικής αποδιάρθρωσης, για την προστασία των παραγωγικών δραστηριοτήτων των μικρομεσαίων στρωμάτων, για μια σύγχρονη κοινωνική πολιτική. Το μέτωπο ΕΟΚ αποτελεί πεδίο για την ανάπτυξη κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης, της μικρομεσαίας αγροτιάς, των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, θα αναλάβουμε πρωτοβουλίες και θα υποστηρίξουμε επίσης πρωτοβουλίες για συνεργασία των κοινωνικών κινημάτων, πολιτικών δυνάμεων της Ευρώπης, που αντιστέκονται στις επικίνδυνες για τους λαούς και χώρες ΕΟΚικές επιλογές.

Η ήττα των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Η περεστρόικα

Ένα σημαντικό μέρος των μελών του Κόμματος έκανε κριτική και παρατηρήσεις στις θέσεις ότι δεν προχώρησαν σε μια συνολική, αναλυτική απάντηση για τις αιτίες της υποχώρησης του σοσιαλισμού. Μια ολοκληρωμένη απάντηση θα βοηθήσει σε σημαντικά βαθμό, να αποκρούσουμε τη δυσφήμηση των ιδεών και γενικότερα της θεωρίας του σοσιαλισμού, θα αποτελέσει την καλύτερη απάντηση στην εκστρατεία να δυσφημιστεί η προσφορά των χωρών του σοσιαλισμού και το κομμουνιστικό κίνημα.

θα καταβάλουμε προσπάθειες για να καλύψουμε το κενό. Το θέμα όμως είναι κατά πόσο είμαστε σήμερα έτοιμοι να φωτίσουμε σε βάθος όλα τα γεγονότα και με την απαιτούμενη πληρότητα. Σήμερα μπορούμε να καταλήξουμε σε ορισμένες βασικές εκτιμήσεις, που απαντούν στα κύρια ερωτήματα και δίνουν περιθώριο να συνεχίσουμε την προσπάθεια διερεύνησης όλων των αιτιών της κατάρρευσης, θα ζητήσουμε τους προβληματισμούς και άλλων κομμουνιστικών κομμάτων, όλων εκείνων που θέλουν να προσφέρουν τις σκέψεις τους για την αναζωογόνηση της θεωρίας του σοσιαλισμού στην εποχή μας. Το πιστεύουμε ακράδαντα, το μέλλον της ανθρωπότητας δεν είναι ο καπιταλισμός, αλλά ο σοσιαλισμός.

Αφετηριακή σκέψη μας είναι ότι ο σοσιαλισμός του 20ού αιώνα, οι λαοί των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. Οι κοινωνικές επαναστάσεις, που πραγματοποιήθηκαν με πρώτη τη μεγάλη Οχτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση, έδοσαν ό,τι πολυτιμότερο είχε ανάγκη ο άνθρωπος, την απαλλαγή του από την ταξική εκμετάλλευση. Συνέβαλαν να ξεπεραστούν σε μια σειρά χώρες τα φαινόμενα της μεγάλης καθυστέρησης και οι καταστροφές του πολέμου.

Οι κοινωνικές καταχτήσεις του σοσιαλισμού αποτέλεσαν αποφασιστικό μέσο πίεσης για να κάνουν παραχωρήσεις οι αστικές κυβερνήσεις, ακριβώς γιατί η άμιλλα ήταν σε βάρος τους για πολλές δεκαετίες. Τα ιδανικά και οι καταχτήσεις του σοσιαλισμού αφύπνισαν λαούς και χώρες, δυνάμωσαν το εργατικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες, την πάλη κατά της αποικιοκρατίας. Δίχως τις σοσιαλιστικές χώρες, η εικόνα του κόσμου θα ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό,τι είναι σήμερα. Ίσως θα είχε ξεσπάσει ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Αλλά και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μπορεί να είχε διαφορετική έκβαση.

Το τι πρόσφερε ο σοσιαλισμός φαίνεται όχι μόνον από το παρελθόν, αλλά και από το παρόν. Ας αναλογισθούμε πώς νιώθουν λαοί και κινήματα στις αραβικές χώρες, στον τρίτο κόσμο, που ήδη ζουν τις συνέπειες από την απώλεια του αντίβαρου αυτού. Ο σοσιαλισμός εξανθρώπισε σημαντικά τον πλανήτη μας, ενέπνευσε την εμπιστοσύνη στη δύναμη της λαϊκής πάλης. Έφερε στην επιφάνεια τα πιο μεγάλα ανθρωπιστικά ιδανικά, της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της αυτοθυσίας για το κοινό συμφέρον.

Θεωρούμε ότι δεν ευθύνεται η θεωρία μας για τις τραγικές εξελίξεις, αλλά η παραβίαση βασικών αρχών της στην πορεία οικοδόμησης, με αποκορύφωμα τη συνειδητή εγκατάλειψη αρχών στη διάρκεια της περεστρόικα. Έφταιξε η κακή μεταχείριση της θεωρίας από τις ηγεσίες, ιδιαίτερα των κομμουνιστικών κομμάτων εξουσίας. Η απλούστευσή της, η δογματική αξιοποίηση ορισμένων κατευθύνσεών της. Παραγνωρίστηκε η ανάγκη να εμπλουτίζεται η θεωρία συνεχώς από τις εμπειρίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, να εξασφαλίζεται η ανερχόμενη συμμετοχή και ο έλεγχος της εργατικής τάξης στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, στις λειτουργίες του σοσιαλιστικού κράτους. Κοσμοθεωρία μας είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός, όμως σε αρκετές περιπτώσεις, κόμματα και ηγεσίες τη μεταχειρίστηκαν με τρόπο εμπειρικό και σε μερικές περιπτώσεις αντιεπιστημονικό και αντιδιαλεχτικό.

Η θεωρία μας επαναστατικοποίησε τις συνειδήσεις, φλόγισε με ιδανικά, αξίες, πίστη και μαχητικότητα, εκατομμύρια κομμουνιστές σ’ όλη τη γη. Η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία της κοινωνικής επανάστασης επιβεβαιώθηκε, αφού η σοσιαλιστική επανάσταση πραγματοποιήθηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Η υποχώρηση των τελευταίων χρόνων δεν μπορεί να αμαυρώσει, να μηδενίσει την κοσμοϊστορική προσφορά του σοσιαλιστικού συστήματος. Όμως δεν είναι σωστό, εξαιτίας των σημερινών εξελίξεων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, να εξιδανικεύσουμε την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και να αγνοήσουμε τους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην κατάρρευση ή την ανατροπή των καθεστώτων.

Στη διάρκεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αναπτύχθηκαν απλουστευτικές απόψεις για γρήγορη κατάρρευση του καπιταλισμού. Υποτιμήθηκε η ικανότητα του συστήματος αυτού να αμβλύνει οξυμένες μορφές της κρίσης του, να ανασυγκροτείται.

Παραγνωρίστηκε άτι ο ιμπεριαλισμός δεν θα παραιτηθεί οπό το χαμένο έδαφός του, όταν απώλεσε την κυριαρχία του στο 1/3 της γης. Η διαδικασία ύφεσης και αφοπλισμού, η ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο Βιετνάμ, η υποχώρηση της επιρροής του ιμπεριαλισμού σε μια σειρά περιοχές της γης, δεν τον οδήγησαν σε συμβιβασμό. Αντίθετα. Και στις πιο καλές στιγμές της ύφεσης, ο ιμπεριαλισμός δεν έπαψε να χρησιμοποιεί τον ιδεολογικό πόλεμο, προκειμένου να συκοφαντήσει και να φθείρει το σοσιαλισμό μέσα στις ίδιες τις χώρες, όπου είχε επικρατήσει.

Η στρατηγική του ιμπεριαλισμού για υπόσκαψη και διάβρωση των σοσιαλιστικών χωρών, των κομμάτων και των κυβερνητικών ηγεσιών, έφερε τα αποτελέσματά του. Επωφελήθηκε από το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός είχε επικρατήσει σε χώρες με μεγάλη καθυστέρηση, όπου δεν υπήρχε αναπτυγμένο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Αξιοποίησε τις ιδιόμορφες συνθήκες εμφάνισης του σοσιαλισμού μετά το δεύτερο παγκόσμο πόλεμο. Ο ιμπεριαλισμός, αν και έχασε την επιρροή του στο 1 /3 της γης και στις πρώην αποικίες, ωστόσο δεν έχασε τη δυνατότητα να συσσωρεύει από τη ληστρική εκμετάλλευση εκατοντάδων χωρών. Διέθετε και διαθέτει εφεδρείες

Ο καπιταλισμός πήρε την πρωτοβουλία στις νέες τεχνολογίες και την αξιοποίησε σε πολύ περισσότερους τομείς από ό,τι ο σοσιαλισμός. Η καθυστέρηση στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών εμπόδισε την ανάδειξη και ανάπτυξη όλων των πλεονεκτημάτων και εγγενών δυνατοτήτων που περικλείει ο σοσιαλισμός.

Η αντιπαράθεση σοσιαλισμού και καπιταλισμού τελικά επέδρασε πολύμορφα στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών χωρών. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να απολυτοποιείται ο εξωτερικός παράγοντας και να παραγνωρίζονται οι εσωτερικές αιτίες που έπαιξαν ρόλο στην ανατροπή των καθεστώτων, ιδιαίτερα εκείνες που τα έκαναν ευάλωτα στην ιμπεριαλιστική επέμβαση.

Νομίζουμε ότι αναδείχνονται ορισμένα ερωτήματα να πρέπει να απαντηθούν με πολλή προσοχή:

Γιατί οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις σταμάτησαν να αποτελούν κινητήρια δύναμη για συνεχή ανάπτυξη, τελειοποίηση και επαναστατικοποίηοη των παραγωγικώνν δυνάμεων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες; Γιατί ανακόπηκε η σταθερή άνοδος της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της σοσιαλιστικής οικονομίας έναντι της καπιταλιστικής, σε συνθήκες διεθνοποίησης των σχέσεων;

Γιατί οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις δεν αποτέλεσαν κινητήρια δύναμη, κίνητρο συνεχούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, η οποία συνίσταται στην ουσιαστική άσκηση κοινωνικού ελέγχου, συνεχή άνοδο της συμμετοχής του λαού στις κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις; Γιατί, σε αντίθεση με τα πρώτα χρόνια οικοδόμησης του σοσιαλισμού, άρχισαν να σημειώνονται έντονα σημάδια αποξένωσης, απάθειας;

Μια άλλη δέσμη προβλημάτων αφορά το πολιτικό σύστημα στο σοσιαλισμό, τον πολυκομματισμό σε συνδυασμό με την κοινωνική διαστρωμάτωση, τη σχέση άμεσης και έμμεσης σοσιαλιστικής δημοκρατίας, τις μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας.

Αξίζει να σκεφτούμε ένα γενικότερο ερώτημα: πώς εξελίχθηκε η διαλεχτική σχέση οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού με το πολιτικό, πολιτιστικό, ιδεολογικό εποικοδόμημά του; Πώς πραγματοποιήθηκε η καθοδήγηση της σοσιαλιστικής οικονομίας με βάση την αρχή του σχεδιασμού με στόχο την ικανοποίηση των συνεχώς αυξανόμενων ανθρώπινων αναγκών; Ο σοσιαλισμός πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται ως κοινωνία μεταβατική προς τον κομμουνισμό, εξελισσόμενη και αναπτυσσόμενη, με ιδιομορφίες από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή.

Θεωρούμε ότι ως ένα σημείο έπαιξε ανασταλτικό ρόλο το γεγονός ότι σε μερικές από αυτές τις χώρες, ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση, ο σοσιαλισμός οικοδομήθηκε σε συνθήκες μεγάλης καθυστέρησης, ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, επεμβάσεων και αποκλεισμών, απουσίας δημοκρατικών παραδόσεων και θεσμών. Οι πόλεμοι προκάλεσαν στις σοσιαλιστικές χώρες ασύγκριτα μεγαλύτερες καταστροφές απ’ ό,τι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ειδικά οι ΗΠΑ είχαν τις μικρότερες καταστροφές σε έμψυχο και άψυχο υλικά.

Ανασταλτικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι το σοσιαλιστικό σύστημα, εξαιτίας του ιμπεριαλισμού, του μιλιταρισμού, του πολέμου, ήταν υποχρεωμένο να αυξάνει τους εξοπλισμούς, πράγμα που αφαιρούσε τους αναγκαίους πόρους για τη βελτίωση της οικονομίας και της κοινωνικής φροντίδας.

Η ιμπεριαλιστική περικύκλωση, αλλά και η δράση της εσωτερικής αντίδρασης και μετά την Οχτωβριανή επανάσταση, επέβαλε, ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση, την ανάπτυξη ενός συγκεντρωτικού τρόπου διοίκησης και διεύθυνσης της οικονομίας και των κοινωνικών υποθέσεων. Οι συγκεντρωτικές μέθοδες, όταν μάλιστα παρατείνονταν και πέρα από την εποχή που ήταν αναγκαίες, οδηγούσαν στο αντίθετο αποτέλεσμα: στην έλλειψη κινήτρων και ενδιαφέροντος, στη μείωση της διάθεσης για συμμετοχή. Με άλλον τρόπο και άλλη διάθεση ανταποκρίνεται ο λαός σε συνθήκες που απειλείται η ίδια η υπόσταση και ακεραιότητα της χώρας του και με άλλον τρόπο σε συνθήκες σχετικής ύφεσης και ειρήνης.

Παραβιάστηκαν αρχές και νόμοι της οικονομικής ανάπτυξης. Παραμελήθηκαν τα ποιοτικά κριτήρια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην οικονομία και στην παραγωγική διαδικασία, κριτήρια που συντελούν τόσο στην τεχνολογική πρόοδο και την ποιότητα των προϊόντων, όσο και στο βαθμό ανάπτυξης της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Εξαιτίας της παραμέλησης της θεωρίας και του εμπειρισμού, υποτιμήθηκε η ιδεολογική διαπαιδαγωγητική δραστηριότητα του Κόμματος, παραβιάστηκε η διαλεχτική σχέση Κόμματος-εργατικής τάξης και κοινωνίας, η σχέση ιδεολογίας και πολιτικής. Υποτιμήθηκε η κοινωνική διαστρωμάτωση, ο ρόλος του σχη­ατισμένου στην πορεία οικοδόμησης γραφειοκρατικού στρώματος, ένα τμήμα του οποίου έκανε καταχρήσεις εξουσίας. Απολυτοποιήθηκε η ενότητα της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σε τελευταία ανάλυση επικράτησε στον έναν ή τον άλλο βαθμό η άποψη ότι οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις εξασφαλίζουν αυτόματα αντίστοιχη ανάπτυξη του εποικοδομήματος. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες, καθώς συνυπήρχαν στο διάστημα αυτό, οδήγησαν να πάρει η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων τη μορφή της κατάρρευσης σε ορισμένες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.

Στη Σοβιετική Ενωση συγκροτήθηκε μια νέα κοινότητα εθνών, η οποία πάνω από 60 χρόνια στηρίχθηκε στην αλληλοβοήθεια και την αμοιβαία συνεργασία. Αποδείχθηκε στην πορεία ότι οι επιτυχίες που σημειώθηκαν στην αντιμετώπιση του εθνικού ζητήματος δεν μπορούσαν να εξαφανίσουν όλα τα προβλήματα που γεννά το γεγονός ότι υπάρχουν εθνικές διαφορές και ιδιαιτερότητες. Σε συνθήκες στασιμότητας και κρίσης, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής παρέμβασης και εγκατάλειψης των σοσιαλιστικών αρχώω, ήταν επακόλουθο να διογκωθούν τα υπαρκτά προβλήματα και να οδηγήσουν σε διεθνικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις που επιτάχυναν την πορεία διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης.

Βιώνουμε σήμερα τις τραγικές εμπειρίες του σοσιαλισμού με αγωνιστικό και επιθετικό τρόπο, θέλουμε να αναδείξουμε τα υποκειμενικά και προσωπικά λάθη και τις παρεκκλίσεις που έγιναν, να αναδείξουμε τους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες που έδρασαν σε αλληλεπίδραση, τις προϋποθέσεις που τα γέννησαν, ώστε να αποτρέψουμε την αναπαραγωγή και διαιώνισή τους. Δεν βγάζουμε «λάθος» το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Τα συμπεράσματα που θα ολοκληρώνουμε στην πορεία θα γίνουν για μας πηγή δύναμης, θα συνεχίσουμε την πάλη για την αντικατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος με το σοσιαλιστικό και για την κομμουνιστική προοπτική.

Η κοσμοθεωρία μας είναι επίκαιρη, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί συνεχή δοκιμασία στη ζωή, εμπλουτισμό, συμπλήρωση, γιατί υπάρχουν νέες εξελίξεις και φαινόμενα που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, όταν οι κλασικοί θεμελίωναν τη μοναδική ανθρωπιστική και επιστημονική κοσμοθεωρία αλλαγής του κόσμου. Η κοσμοθεωρία μας είναι επίκαιρη, γιατί οι βασικές αρχές της, οι κατευθυντήριες ιδέες της επαληθεύτηκαν και επαληθεύονται καθημερινά. Διατηρούν την επικαιρότητά τους οι ιδέες για το ρόλο της ταξικής πάλης στην καπιταλιστική κοινωνία, για την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης, της επαναστατικής αλλαγής του καπιταλισμού, για τον πρωτοπόρο, ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης, της πολιτικής εξουσίας στο σοσιαλισμό. Για τις βασικές αρχές και τα γνωρίσματα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, τον ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος, ως κόμματος της εργατικής τάξης.

Για την περεστρόικα

Η ΚΕ, όλο το Κόμμα, όπως και όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, χαιρέτισε την πολιτική της κοινωνικοοικονομικής επιτάχυνσης την οποία αναλυτικά περιέγραψε το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Υπάρχουν σύντροφοι που δικαιολογημένα ζητούν απάντηση αν ήταν σωστή αυτή η θέση, παίρνοντας βεβαίως υπόψη τις κατοπινές εξελίξεις. Γιατί τοποθετηθήκαμε με αυτόν τον τρόπο;

Διότι συνειδητοποιούσαμε την υπαρκτή ανάγκη ανασυγκρότησης του σοσιαλισμού, αντιμετώπισης φαινομένων στασιμότητας.

Διότι είχαμε εμπιστοσύνη στο ΚΚΣΕ από την όλη του πορεία και το ρόλο του στη σοσιαλιστική επανάσταση, στην οικοδόμηση του νέου συστήματος.

Διότι τα ντοκουμέντα του 27ου Συνεδρίου περιείχαν κατευθυντήριες ιδέες και θέσεις που τις κρίναμε ότι κινούνται στα πλαίσια της θεωρίας μας. Η κριτική στο παρελθόν γίνονταν από τη σκοπιά του σοσιαλισμού.

Μετά το 27 ο Συνέδριο η γραμμή της κοινωνικοοικονομικής επιτάχυνσης διολίσθησε με ευθύνη της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, και ειδικά του Μ. Γκορμπατσόφ. Εκτράπηκε σε άλλους δρόμους. Ενώ προβλήθηκε ως πολιτική ανασυγκρότησης του σοσιαλισμού, αποτέλεσε διαδικασία παλινόρθωσης των καπιταλιστικών σχέσεων. Η νέα αυτή πολιτική έδειχνε υποτίμηση στη συνθετότητα της κατάστασης, στην παρέμβαση του ιμπεριαλισμού, που έγκαιρα προσπάθησε να ασκήσει επίδραση στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ενωσης με τη μέθοδο του εκθειασμού και του προσεταιρισμού της ηγεσίας της. Κάτω από τον όρο νέα πολιτική σκέψη έγινε πρόταξη των οικουμενικών προβλημάτων έναντι των ταξικών, παραγνωρίζοντας τη διαλεχτική σχέση και αλληλεπίδρασή τους, τις ταξικές ρίζες και αιτίες των πανανθρώπινων προβλημάτων. Δεν έβλεπε το γεγονός ότι η ανασυγκρότηση του σοσιαλισμού ήταν μια σύνθετη διαδικασία, απαιτούσε συγκεκριμένο σχεδίασμά, άμεσους και ενδιάμεσους στόχους, ιεραρχήσεις και προτεραιότητες.

Καμιά αλλαγή δεν μπορεί να προχωρήσει, αν δεν στηρίζεται στη συλλογική δράση, αν δεν γίνει ψυχή της το κομμουνιστικό κόμμα, αν δεν ιεραρχείται η προώθησή της σε φάσεις και στάδια και δεν κατανοείται ως τομή, μέσα όμως στη συνέχεια. Το ΚΚΣΕ έχοντας χάσει το δυναμισμό του από την περίοδο ακόμα της στασιμότητας, χωρίς το απαιτούμενο κύρος στην εργατική τάξη, κάτω από την επίδραση μικροαστικών αντιλήψεων που προοδευτικά υιοθετήθηκαν από τα ανώτερα κλιμάκιά του, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στον πρωταγωνιστικό του ρόλο. Στην κρίσιμη φάση ανασυγκρότησης που αντικειμενικά είχε ωριμάσει, η περεστρόικα αποτέλεσε για τον ιμπεριαλισμό, τους μηχανισμούς και την προπαγάνδα του, το πρόσφορο έδαφος για να παρέμβει με στόχο τη σταδιακή ανατροπή της σοσιαλιστικής κοινωνίας. ·

Η ηγετική ομάδα του ΚΚΣΕ με επικεφαλής τον Μ. Γκορμπατσόφ διευκόλυνε την ιμπεριαλιστική παρέμβαση από τα έξω και την ενίσχυση στο εσωτερικό των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων. Προχώρησε σε μια έξω από αρχές μηδενιστική κριτική του παρελθόντος. Η ρήξη με το παρελθόν αποδείχνεται κάτι παραπάνω από θεωρητικό λάθος. Γίνεται μέσο συκοφάντησης της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού. Η ηγεσία του ΚΚΣΕ εγκατέλειψε τις ιδεολογικές και οργανωτικές αρχές. Ευνόησε μέτρα φιλοκαπιταλιστικού προσανατολισμού, κομουφλάραντάς τα με τη λεγόμενη ελεύθερη οικονομία της αγοράς.

Οι ευθύνες της σοβιετικής κομματικής ηγεσίας είναι ιστορικές, γιατί τελικά άνοιξε το δρόμο στις δυνάμεις της κερδοσκοπίας, στην αστική ιδεολογία και τον ιμπεριαλισμό. Αδυνάτισε με δική της ευθύνη την αλληλεγγύη στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες που αντιμετώπιζαν παράλληλα προβλήματα. Καλλιέργησε αυταπάτες ότι ο ιμπεριαλισμός μπορεί να απαλλαγεί από την εγγενή επιθετικότητά του. Ενώ μέχρι το 28ο Συνέδριο προβάλλονταν ορισμένες προϋποθέσεις για την ενοποίηση της Γερμανίας, αμέσως μετά εγκαταλείφθηκαν. Η ηγεσία του ΚΚΣΕ αδιαφόρησε για την τύχη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και άνοιξε το δρόμο της διάλυσης Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η όλη στάση της ισοδυναμεί με στάση προδοσίας της υπόθεσης του σοσιαλισμού. Και στην υποθετική περίπτωση ότι δεν έγιναν από την αρχή συνειδητά λάθη και αντισοσιαλιστικές επιλογές, δικαιολογείται η εκτίμηση της προδοσίας και μόνο από το γεγονός ότι ο Μ. Γκορμπατσόφ, ΓΓ της ΚΕ, διέλυσε το ΚΚΣΕ, δέχθηκε την απαγόρευση της δράσης του.

Δεν είναι σωστό να απολυτοποιείται η θέση ότι οι εξελίξεις στη Σοβιετική Ενωση είναι αποκλειστικά σχεδόν υπεύθυνες για την ανατροπή ή κατάρρευση του σοσιαλισμού και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, λόγω εγκατάλειψης. Να συνυπολογίσουμε και έναν άλλο σημαντικό παράγοντα, το συγκεκριμένο τρόπο συγκρότησης του σοσιαλιστικού συστήματος, τον τύπο των σχέσεων που είχαν διαμορφωθεί ανάμεσα στις χώρες – μέλη του, οι οποίες αντιμετώπιζαν αντίστοιχα προβλήματα

Το κύριο θέμα δεν είναι αν χαιρετίσαμε από την πρώτη στιγμή την περεστρόικα, αλλά το ότι από το 1988, περισσότερο δε από την περίοδο του 28ου Συνεδρίου, έπρεπε να προβληματιστούμε για τα αρνητικά φαινόμενα που εμφανίσθηκαν, όπως η άκριτη στάση για το παρελθόν και η λαθολογία. Επρεπε να προβληματιστούμε για τη διάσταση λόγων και έργων, τις παραβιάσει της σοσιαλιστικής νομιμότητας και για άλλα φαινόμενα στον τομέα της οικονομίας, που έδειχναν παρέκκλιση από τις αρχικές διακηρύξεις του 27ου Συνεδρίου. Να μην υποτιμήσουμε όμως και το γεγονός ότι το Κόμμα, καθώς άρχισε να περνά τη δική του κρίση, έχανε τη δυνατότητα ουσιαστικής ενημέρωσης και μελέτης των φαινομένων και κυρίως ενιαίας τοποθέτησης. Δεν θέλουμε να προβάλουμε το γεγονός ως εκ των υστέρων δικαιολογία, όμως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το δίδαγμα για μας είναι να μελετούμε περισσότερο τα γεγονότα, να επιδιώκουμε, όσο εξαρτάται από μας, τη μέγιστη πληροφόρηση, να κρίνουμε όσο γίνεται πιο αντικειμενικά, να περιμένουμε -όταν πρέπει- ο χρόνος να δείξει, να μη βιαζόμαστε σε εύκολες, άκριτες και κατηγορηματικές τοποθετήσεις.

***

Στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση αναδείχνεται στον έναν ή τον άλλο βαθμό ένα νέο πολιτικό σύστημα, που ευνοεί την ανατροπή των δομών και των καταχτήσεων του σοσιαλισμού, την καπιταλιστική παλινόρθωση. Το πολιτικό σύστημα είναι ακόμα αδιαμόρφωτο, σε εξέλιξη και με αρκετά στοιχεία ρευστότητας. Εξελίσσεται σε συνθή­κες κρίσης, κάτω από την ανοιχτή και απροκάλυπτη παρέμβαση της Δύσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι εξα­φανίστηκαν ή πέρασαν στο περιθώριο οι πολιτικές δυνάμεις και κινήσεις που διακήρυσσαν, έστω φραστικά, την ανανέωση του σοσιαλισμού. Ορισμένες άλλες έδειξαν το πραγματικό αντισοσιαλιστικό πρόσωπό τους. Στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες προωθούνται οι καπιταλιστικές σχέσεις, όμως η παλινόρθωση δεν είναι μια υπόθεση απρόσκοπτη. Στη Σοβιετική Ενωση προωθείται η καππαλιστικοποίηση μέσα σε συνθήκες γενικής «σταθεροποίησης και κρίσης ύστερα και από τη συγκρότηση της Κοινοπολιτείας.

Είμαστε αλληλέγγυοι με τα κομμουνιστικά κόμματα, με τα νέα κόμματα που παραμένουν πιστά στον επιστημονικό σοσιαλισμό, με τις πολιτικές δυνάμεις που παλεύουν για τη διατήρηση των καταχτήσεων, για να μην αλωθούν οι χώρες τους από το αδηφάγο ξένο κεφάλαιο.

Ο δρόμος της πάλης είναι δύσκολος. Ομως η αφύπνιση φαίνεται ότι θα είναι γρηγορότερη απ’ ό,τι αρχικά φαινόταν. Σημασία έχει οι κομμουνιστές, οι προοδευτικές δυνάμεις στις χώρες αυτές να προλάβουν πριν απορυσταλλωθεί το καπιταλιστικό πολιτικό σύστημα.

Το ΚΚΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα

Η υποχώρηση του σοσιαλισμού, η διάλυση κομμουνιστικών κομμάτων επιβάλλει να εντείνουμε την πάλη και να αποκαλύψουμε το χαρακτήρα και τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Από τα πράγματα ανατίθεται σήμερα ένας νέος, αυτοτελής ρόλος στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο εξακολουθεί, έστω και αδυνατισμένο να υπάρχει. Κάθε κόμμα κρίνεται βέβαια στη χώρα του και είναι υποχρεωμένο να μελετά τις ιδιομορφίες της δικής του χώρας, τη συγκεκριμένη κατάσταση και τα σύνθετα προβλήματα που έχει να λύσει. Η αρχή «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας» ισχύει και σήμερα. Ομως οι συνθήκες της διεθνοποίησης απαιτούν ταυτόχρονα την κοινή δράση, τη συνεργασία, την ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων, την αναζήτηση κοινών λύσεων σε ζητήματα της θεωρίας και των προβλημάτων διεθνούς σημασίας. Αυτό το καταλαβαίνουν σήμερα οι πολιτικές δυνάμεις σε όλες τις χώρες.

Τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχυθεί οι μορφές συνεργασίας ανάμεσα σε δεξιά κόμματα, σε σοσιαλιστικά, σε σοσιαλδημοκρατικά, και μάλιστα με την πιο στενή μορφή, με την ύπαρξη κέντρου. Στο προσκήνιο της συζήτησης σήμερα στην Ευρώπη είναι η δόμηση κομμάτων ευρωπαϊκής εμβέλειας με μέλη τα εθνικά κόμματα. Δυστυχώς σε μια στιγμή ευρωπαϊκής και διεθνούς συσπείρωσης όλων των πολιτικών δυνάμεων, το κομμουνιστικό κίνημα όχι μόνον αδυνάτισε αριθμητικά, αλλά έχασε και τις δοκιμασμένες θετικές μορφές κοινής δράσης και παρέμβασης.

Νομίζουμε ότι ήρθε η ώρα να προβληματιστούμε και να αντιστρέφουμε αυτή την κατάσταση, μελετώντας τα επόμενα βήματα, που πρέπει να αντιστοιχούν στις ανάγκες και στις δυνατότητες της σημερινής πραγματικότητας. Ηρθε η ώρα του συντονισμού και της κοινής δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων, των νέων κομμάτων που δημιουργούνται και που διακηρύσσουν ως στόχο την πάλη για τη σοσιαλιστική προοπτική.

Ανάμεσα στα κόμματα υπάρχουν – όπως είναι γνωστό – και ιδεολογικές διαφορές. Αυτό δεν πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο να ανταποκριθούμε στην ανάγκη να ενισχυθούν και να γίνουν πιο συχνές οι διμερείς και πολυμερείς συναντήσεις κατά περιοχή, ήπειρο και ευρύτερα. Να προχωρήσουμε στην ανταλλαγή απόψεων και στην εξέταση κοινών στόχων για τα θέματα της ασφάλειας και της ειρήνης, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της Μεσογείου, θέματα διεθνούς αλληλεγγύης, για ζητήματα του φιλειρηνικού κινήματος, της οικολογίας. Τα κομμουνιστικά και τα άλλα συγγενικά κόμματα τα ενώνουν σήμερα οι κοινοί σκοποί κατά της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας. Τους κομμουνιστές όλων των χωρών τους ενώνει ο μεγάλος πανανθρώπινος αγώνας για το δικαίωμα των λαών να επιλέγουν το δικό τους δρόμο κοινωνικής ανάπτυξης, για τα δικαιώματα των εργαζομένων και των λαών που δοκιμάζονται σήμερα από τη νέα οικονομική, πολιτική και στρατιωτική τάξη πραγμάτων, από τις συνέπειες της κρίσης, της καθυστέρησης, της νεοσυντηρητικής επιδρομής, των χρεών. Σ’ αυτό το πεδίο μπορούμε να συναντηθούμε για να επιτευχθεί η κοινή δράση.

Οι μορφές συνεργασίας πρέπει να είναι απλές, ανοιχτές σε όλες τις απόψεις, με διάλογο, με κοινές επεξεργασίες από κοινές ομάδες εργασίας. Η γρήγορη διακίνηση ιδεών και η σημασία της έγκαιρης πληροφόρησης επιβάλλουν παράλληλα την ανταλλαγή υλικών και πληροφοριών ανάμεσα στα κόμματα. Με σεμινάρια, συσκέψεις, ειδικές συζητήσεις θα αναζητούνται από κοινού απαντήσεις στα κοινά προβλήματα. Ταυτόχρονα το κάθε κόμμα με δική του ευθύνη θα χειρίζεται τα ζητήματα της χώρας του ή και γενικότερα διεθνή προβλήματα. Οι συναντήσεις και οι συσκέψεις δεν πρέπει να επαναλαμβάνουν φαινόμενα τυπικότητας που είχαν εμφανισθεί στο παρελθόν. Ο διάλογος να είναι ζωντανός, να γίνεται διακίνηση ιδεών, ανταλλαγή στοιχείων, με θέματα που βάζει η ζωή για εξέταση και κοινή δράση.

Θεωρούμε ταυτόχρονα ότι είναι θέμα συζήτησης η κοινή δράση και συμμαχία με τις σοσιαλδημοκρατικές, σοσιαλιστικές, αριστερές δυνάμεις και τα κοινωνικά κινήματα. Η ευρύτατη συσπείρωση δυνάμεων που διακηρύσσουν προοδευτικούς στόχους είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός ηγεμονεύει και επιτίθεται, θα είναι όμως αυτό καρπός επίμονων, σκληρών προσπαθειών, προσεγγίσεων και συγκλίσεων σε άμεσους και επίκαιρους στόχους, όπως η ασφάλεια, η νέα δίκαιη τάξη πραγμάτων, η προστασία και διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων, τα προβλήματα του Τρίτου Κόσμου, τα οικολογικά και προβλήματα περιβάλλοντος.

Από χώρα σε χώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά σ’ ό,τι αφορά τις σχέσεις κομμουνιστών και σοσιαλιστών, ακόμα και στο εσωτερικό μιας χώρας. Είναι φανερό ότι, όταν στο εσωτερικό πολλών χωρών δεν υπάρχουν προϋποθέσεις κοινής δράσης και συνεργασίας, τότε και στο διεθνές επίπεδο οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες. Σήμερα η ενότητα δράσης των εργαζομένων σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο είναι κρίσιμο ζήτημα.

Δεν συμφωνούμε όμως με αυτούς που το λύνουν με τρόπο απλοϊκό, υποστηρίζοντας την τεχνητή και μάλιστα από τα πάνω υπέρβαση του ιστορικού σχίσματος, την κατάργηση των ορίων που διαχωρίζουν ένα κομμουνιστικό από ένα σοσιαλιστικό κόμμα. Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία έχει συντηρητικότερες θέσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η ενότητα της εργατικής τάξης, όλων των εργαζομένων δεν υπηρετείται με επιζήμιους συμβιβασμούς από τα πάνω ούτε με τη συγκάλυψη των διαφορών και την κατάργηση της ιδεολογικής πάλης.

Τα σοσιαλιστικά κόμματα, η ίδια η Σοσιαλιστική Διεθνής, προσπαθούν να επωφεληθούν από τις εξελίξεις στην Κεντροανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ενωση, να δικαιώσουν τη θεωρητική άποψη και την πολιτική τους πρακτική. Υποστηρίζουν συγγενείς πολιτικές δυνάμεις που δρουν στο εσωτερικό των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, αδιαφορώντας ή παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι οι δυνάμεις αυτές έχουν υιοθετήσει τον αντικομμουνισμό σαν επίσημη θεωρία, πρωτοστατούν σε μέτρα δίωξης κατά των κομμουνιστών ή κρατούν επικίνδυνη ουδετερότητα. Η τέτια στάση πολλών σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων δυσκολεύει την ανάπτυξη σχέσεων και την κοινή δράση με τα κομμουνιστικά κόμματα.

Ορισμένα κόμματα που εμφανίστηκαν πρόσφατα, ύστερα από την αυτοδιάλυση ή διάσπαση των κομμουνιστικών κομμάτων, επιδιώκουν να καλύψουν το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, να υποκαταστήσουν το κομμουνιστικό κίνημα με τη λεγόμενη νέα Αριστερά. Η συνάντηση της «Νέας Αριστεράς» που πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία έδειξε ότι τα κόμματα αυτά δεν μπορούν να προβάλουν εναλλακτικές λύσεις που να απαντούν, από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων, στα οξυμένα προβλήματα που εμφανίζονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Διακηρύσσουν ανοιχτά ότι είναι περιττή και επιζήμια η συνέχιση της αυτοτελούς δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων. Ανέχονται τη χρησιμοποίησή τους από τις αντικομμουνιστικές δυνάμεις, ενώ και τα ίδια με το δικό τους τρόπο χρησιμοποιούν τον αντικομμουνισμό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα κόμματα αυτά έχουν εγκαταλείψει στα προγράμματά τους το σκοπό του σοσιαλισμού, υιοθετώντας τη γενική και αφηρημένη αντίληψη για μια κοινωνία δικαιοσύνης και ελευθερίας. Καμιά πολιτική δύναμη ή πολιτικό ρεύμα δεν μπορεί να είναι πρακτικά αριστερό, όταν κρατά εχθρική στάση απέναντι στους κομμουνιστές.

Στο μέτωπο κατά του αντικομμουνισμού και της νέας τάξης πραγμάτων οφείλουν να προσχωρήσουν όλες οι δυνάμεις που είναι ή αναγνωρίζονται ως αριστερές, προοδευτικές και που διακηρύσσουν ότι έχουν σκοπό τους την κοινωνική δικαιοσύνη, το σοσιαλισμό.

Η συνεργασία και κοινή δράση των κομμουνιστικών κομμάτων θα εμπνεύσει εκατομμύρια κομμουνιστές, θα αναπτερώσει ελπίδες, θα συσπειρώσει και θα κινητοποιήσει ευρύτερες δυνάμεις. Ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα κλίνουν περισσότερο στην ιδέα η κοινή δράση τους να αναπτύσσεται στα πλαίσια της γενικότερης κοινής δράσης με τη σοσιαλδημοκρατία. Μια τέτια άποψη υποτιμά ή παραγνωρίζει τον αυτοτελή ρόλο του κομμουνιστικού κινήματος. Η δική μας γνώμη είναι ότι η κοινή δράση των κομμουνιστικών κομμάτων κατά περιοχές και διεθνώς δεν πρέπει να αντιπαρατίθεται ή να υποκαθίσταται από την επιδίωξη γενικότερης συνεργασίας. Η μια τροφοδοτεί και ενισχύει την άλλη. Η κοινή δράση των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων θα ωθήσει σε ευρύτερες συνεργασίες. Δεν πρέπει να χάνεται πολύτιμος χρόνος. Οι εξελίξεις τρέχουν ραγδαία.

Η κατάσταση στην Ελλάδα -Η διέξοδος

Η βαθιά και διαρκής κρίση της ελληνικής οικονομίας συνεχώς οξύνεται. Αποτελεί και το βασικό παράγοντα της γενικότερης πολύμορφης κοινωνικής κρίσης που βασανίζει τη χώρα και κατά διαστήματα εμφανίζει στοιχεία πολιτικής κρίσης.

Ολες οι πολιτικές δυνάμεις σήμερα το αναγνωρίζουν και στις περιγραφές συμφωνούν πολλοί. Οι πραγματικές, οι ριζικές διαφορές, αρχίζουν όταν συζητούμε για τις αιτίες, τους υπεύθυνους, για το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από την κρίση, ποιος θα πληρώσει το κόστος της διεξόδου. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στο μεταπολεμικό καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης της χώρας. Η ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε είχε ως κύριο μοχλό των οικονομικών εξελίξεων το ξένο κεφάλαιο, που έδρασε σε καθεστώς ασυδοσίας με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων. Η ανάπτυξη που αυτό πρόσφερε ήταν προσωρινή με κύρια στοιχεία την καταλήστευση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πόρων, την εντατική εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού. Τα πάντα υποτάχθηκαν στο καπιταλιστικό υπερκέρδος.

Το ξένο κεφάλαιο, με τις ευλογίες της ολιγαρχίας της χώρας μας και των κυβερνήσεων που το στήριξαν, ενδιαφέρθηκε για την ανάπτυξη της χώρας στο βαθμό και για όσο διάστημα άρπαζε κέρδη. Η δράση του όχι μόνο δεν οδήγησε στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, όπως διακηρυσσόταν, αλλά αντίθετα έκανε την παραγωγική βάση της χώρας συμπληρωματική, εξαρτημένη, στρεβλή και την ίδια την Ελλάδα χώρα περιθωριοποιημένη, φτωχό συγγενή των μεγάλων της δυτικής Ευρώπης Οι κυβερνήσεις, οι διάφοροι «ευρωπαϊστές» υπόσχονταν ότι θα υποκατασταθούν οι εισαγωγές με αύξηση των εγχώριων προϊόντων. Και έγινε ακριβώς το αντίθετο. Η εσωτερική και κυρίως η καταναλωτική μας αγορά κατακλύσθηκε από ξένα προϊόντα σε βάρος των Προϊόντων της ελληνικής αγροτικής οικονομίας και βιομηχανίας.

Η εγχώρια παραγωγή μας εξακολουθεί να αφελληνίζεται, καθώς εξαγοράζονται σημαντικά τμήματα της βιομηχανίας, ένα μέρος της οποίας μετατρέπεται σε τμήμα εμπορικών δραστηριοτήτων των πολυεθνικών. Καταστρέφεται και χάνει την αξία του ένα σημαντικό τμήμα του παραγωγικού δυναμικού, αποδιαρθρώνεται η γεωργία, η κτηνοτροφική παραγωγή βρίσκεται σε μαρασμό. Πραγματοποιούνται εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, που αγκαλιάζουν όχι μόνο την παραγωγική σφαίρα αλλά και την κοινωνική, την παιδεία, την υγεία, την ασφάλιση, τις υπηρεσίες. Οδηγούνται σε χρεοκοπία οι ασφαλιστικοί οργανισμοί. Εχουμε ανεργία και υποαπασχόληση του εργατικού δυναμικού, ακρίβεια, πληθωρισμό, συνεχή αύξηση στο έλλειμμα του εξωτερικού εμπορίου, αύξηση του εξωτερικού χρέους, υπέρογκες δαπάνες εξυπηρέτησης.

Αρχιτέκτονας της νεοφιλελεύθερης, «σιδηράς» πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, που πραγματοποιείται με τον πιο ξέφρενο ρυθμό και με τις πιο αδιαφανείς συνθήκες σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι η κυβέρνηση της ΝΔ. Την τελευταία περίοδο εμφανίζεται φαινόμενο μετανάστευσης Ελλήνων εργατών και άλλωv εργαζομένων στην Ευρώπη και ιδιαίτερα τη Γερμανία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το φαινόμενο της «αόρατης ανεργίας» που εμφανίζεται επί των ημερών της ΝΔ οξύτερα. Πρόκειται για τους υποαπασχολούμενους, που είναι αδύνατο στη χώρα μας να υπολογιστούν σήμερα. Η ΝΔ βρήκε ανοιχτό και αρκετά προετοιμασμένο το έδαφος από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που, ιδιαίτερα τη δεύτερη 4ετία, άνοιξε το δρόμο στο λεγόμενο σταθεροποιητικό πρόγραμμα, την πολιτική της λιτότητας. Στην περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ άρχισε η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων. Το ότι η ΝΔ προχωρά σε μια χωρίς προηγούμενο πολιτική αποδιάρθρωσης και συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης της χώρας δεν δικαιολογεί συγχωροχάρτι στο ΠΑΣΟΚ, διότι με την αντιαναπτυξιακή πολιτική του, με την πελατειακή ρουσφετολογία στο δημόσιο τομέα, προετοίμασε το έδαφος, έδοσε τα προσχήματα να δικαιολογεί η ΝΔ την πολιτική της.

Το ΠΑΣΟΚ περηφανεύεται για την κοινωνική πολιτική του στα χρόνια της 8ετίας. Στην πραγματικότητα όμως πήρε από τη μια τσέπη τα περισσότερα χρήματα τα εργαζομένων και τους έδοσε ένα μικρότερο μέρος στην άλλη. Δεν πήρε μέτρα αναδιανομής κερδών και εισοδημάτων. Αύξησε κάποια εισοδήματα και συντάξεις, αδειάζοντας τα δημόσια ταμεία, αυξάνοντας τους άμεσους και κυρίως τους έμμεσους φόρους. Εβαλε τις προβληματικές στο ψυγείο, τις άφησε να γίνουν προβληματικότερες. Τίναξε τα ελλείμματα στα ύψη. Τελικά τις παροχές και ρουσφέτια που έκανε τα πληρώνουν οι εργαζόμενοι αναδρομικά και μάλιστα με τον πιο σκληρό τρόπο. Ο τομέας της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής είναι αδιάψευστος μάρτυρας για την επιζήμια αντίληψη και λογική του λεγάμενου μικρότερου κακού, που, σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, οδήγησε λαϊκές μάζες στη μαζική υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ σε βάρος του ΚΚΕ και γενικότερα της Αριστεράς.

Το ΚΚΕ δεν μετράει την κρίση μόνον από ορισμένους οικονομικούς δείκτες, αλλά και από το βιοτικό επίπεδο του εργαζομένου, του συνταξιούχου, του νέου και της γυναίκας, από την ποιότητα ζωής τους, από την ψαλίδα μισθοί-κέρδη. Εξίσου με τα οικονομικά στοιχεία μας ανησυχούν τα φαινόμενα ηθικής κρίσης και εκφυλισμού, η διάδοση του οργανωμένου εγκλήματος και των ναρκωτικών. Νιώθουμε αγωνία για την κατάσταση της νεολαίας, για την αβεβαιότητα και ανασφάλειά της, για το γεγονός ότι την αφήνουν απληροφόρητη και εκτεθειμένη σε όλες τις κοινωνικές μάστιγες και τις επικίνδυνες ασθένειες της εποχής μας. Η έκπτωση αξιών είναι δείγμα και σύμπτωμα που απορρέει από την αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, τον παρασιτισμό και την παραοικονομία, την κοινωνική αδικία, την παραπληροφόρηση, τη χειραγώγηση συνειδήσεων.

Ο μόνος ζωντανός σχετικά τομέας είναι ο τομέας του εμπορίου και των υπηρεσιών. Ομως και εδώ η πολιτική της ΝΔ παραχωρεί την πρωτοβουλία κινήσεων στις πολυεθνικές εταιρίες. Η παρουσία πολλών ξένων εργατών στην Ελλάδα, αυτών των τραγικών θυμάτων της υπερεκμετάλλευσης, μας υπενθυμίζει και μια άλλη αλήθεια: ότι ο καπιταλισμός φορτώνει μονόπλευρα τα βάρη της κρίσης στις φτωχότερες χώρες. Δεν είναι αλήθεια ότι οι συνέπειες της κρίσης είναι καθολικές, όταν και στις πιο κορυφαίες στιγμές της οι λίγοι γίνονται πλουσιότεροι και οι περισσότεροι φτωχότεροι. Οταν στην Ελλάδα εμφανίζονται ζώνες φτώχειας και πείνας, όταν εγκαταλείπονται περιοχές όπως το Λαύριο, η Εύβοια, η Κοζάνη και άλλες.

Τόσο στην 8ετία του ΠΑΣΟΚ όσο και στη διάρκεια των θητειών της ΝΔ – ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές μεταξύ τους – έδρασε ασύδοτα η οικονομική ολιγαρχία του πλούτου. Η στρατηγική της σήμερα αποβλέπει στη συντηρητική αναδιάρθρωση και ανασυγκρότηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Στόχος της δικής τους ανασυγκρότησης σε συνθήκες διεθνοποίησης και ολοκλήρωσης είναι να δημιουργηθούν νέοι όροι δράσης του πολυεθνικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, να εξασφαλισθούν υπερκέρδη, να διαιωνιστεί η σημερινή τάξη πραγμάτων. Στόχος επίσης της ανασυγκρότησής τους είναι η προσαρμογή της χώρας στις απαιτήσεις του διεθνούς καταμερισμού εργασίας μέσα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα από τη σκοπιά των συμφερόντων της ολιγαρχίας και του ξένου κεφαλαίου. Το μεγάλο κεφάλαιο της χώρας μας διασυνδέεται πολύ στενά με το πολυεθνικό και οι προσανατολισμοί του δεν έχουν σχέση με τα συμφέροντα των εργαζομένων και την ανάπτυξη της χώρας.

Η Ελλάδα εξελίσσεται σε χώρα παροχής φθηνών υπηρεσιών, σε εκπρόσωπο και διαμεσολαβητή των συμφερόντων της ΕΟΚ στις χώρες της Βαλκανικής, της Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής. Στην Ελλάδα προωθείται η πολιτική των ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία η χώρα πρέπει να γίνει στήριγμα και αγωγός για τη στρατηγική της νέας τάξης πραγμάτων στην περιοχή.

Η διασύνδεση και διαπλοκή του ελληνικού κεφαλαίου με το πολυεθνικό είναι περισσότερο έντονη σήμερα. Το ελληνικό κεφάλαιο αναζητεί κερδοφόρες διεξόδους. Δεν πραγματοποιεί πια παρά μόνο σε πολύ μικρό βαθμό τις παραγωγικές επενδύσεις μέσα στη χώρα, αποκτά έντονο μεταπρατικό προσανατολισμό. Στρέφει την προσοχή του στις ξένες αγορές, στην κερδοσκοπία.

Η άρχουσα τάξη της χώρας μας και οι πολιτικοί εκφραστές της, σήμερα η ΝΔ, θέλει με κάθε θυσία να περάσει η συντηρητική πολιτική αναδιάρθρωσης. Γι’ αυτό και είναι διατεθειμένη να υποστηρίζει πότε το ένα, πότε το άλλο κόμμα. Οποιο κόμμα από τα δυο περάσει αυτήν την πολιτική με ευκολότερο και ανετότερο τρόπο θα κερδίσει το μεγαλύτερο μερίδιο της συμπάθειας και υποστήριξής της. Η σχετική αυτονομία του βασικού φορέα της ολιγαρχίας, του ΣΕΒ, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Εχει εκφραστεί με την αμέριστη συμπαράσταση προς το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ.

Η άρχουσα τάξη της χώρας μας, προκειμένου να εξασφαλίσει την πολιτική ανασυγκρότησης του καπιταλιστικού συστήματος με τα λιγότερα προσκόμματα, επιδιώκει την κυβερνητική και πολιτική σταθερότητα, την κοινωνικοπολιτική συναίνεση.

Προσπαθεί να πετύχει ένα ισχυρό μορατόριουμ ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα, ελπίζοντας ότι έτσι θα σβήσει ή θα αμβλύνει την πολιτική αντιπαράθεση και θα πετύχει συστράτευση σε μια συντηρητική πολιτική με τη μια ή την άλλη παραλλαγή. Ξέρουν ότι δεν μπορεί να προχωρήσει απρόσκοπτα η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού σε συνθήκες ανόδου της ταξικής πάλης, παρά μόνο με την υποταγή και χειραγώγηση των εργαζομένων και του λαϊκού κινήματος. Την περίοδο αυτή γίνεται επίμονη προσπάθεια να υπερισχύσει η αντίληψη ότι η πολιτική της λιτότητας και της συναίνεσης είναι ο υποχρεωτικός δρόμος επιλογής όλων των κομμάτων.

Η ίδια η εξέλιξη της δικομματικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα δείχνει ότι δίνεται προτεραιότητα στην επίτευξη κοινωνικής συναίνεσης, δηλαδή συνεργασίας των αντιμαχόμενων τάξεων. Ελπίζουν έτσι να φανεί η πολιτική συναίνεση σα φυσιολογικό αποτέλεσμα της κοινωνικής συναίνεσης. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ φιλονικούν με τους παλιούς, γνώριμους τρόπους ανούσιας και τυφλής αντιπαράθεσης, διεκδικώντας ο καθένας για λογαριασμό του την πρωτοβουλία της συναίνεσης, μέσω της εκλογικής νίκης του ενός κόμματος σε βάρος του άλλου. Η συναίνεση αποτελεί τη σύγχρονη παραλλαγή της κλασικής κεντροδεξιάς λύσης. Μια τέτια εξέλιξη δεν θα αποτελέσει βεβαίως νίκη της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Ο λεγόμενος Συνασπισμός προσφέρεται για αριστερό άλλοθι σε μια συναινετική διαδικασία. Ωθείται και διευκολύνεται σ’ αυτή την κατεύθυνση από το πρόγραμμα και την πολιτική του, που δεν βγαίνουν έξω από τη λογική διαχείρισης της κρίσης και των ανώδυνων μκροβελτιώσεών του. Ενα τμήμα των στελεχών του, που έφυγαν από το ΚΚΕ, δίνει την προτίμησή του σε μια συναίνεση με κορμό το ΠΑΣΟΚ. Ενα άλλο τμήμα του δεν θα είχε αντίρρηση μοχλός της συναίνεσης να ήταν ακόμα και η Νέα Δημοκρατία. Αυταπατώνται αν νομίζουν ότι θα επιβιώσουν με οποιοδήποτε τίμημα και ότι θα βάλουν στο περιθώριο και θα απομονώσουν το ΚΚΕ. Για λόγους τακτικής στη συγκεκριμένη φάση, με το ένα χέρι υψώνουν τη σημαία της συναίνεσης και με το άλλο τής αυτονομίας. Καταλαβαίνουν ότι η συμμετοχή τους σε συναινετικές διαδικασίες θα οδηγήσει στην πλήρη ενσωμάτωση, ιδιαίτερα στο ΠΑΣΟΚ, εξέλιξη που θα εμποδίσει να πραγματοποιηθούν προσωπικές φιλοδοξίες ορισμένων ηγετικών στελεχών. Ετσι εξηγείται η σκόπιμη πολυγλωσσία τους, που δεν περνά απαρατήρητη ακόμα και από τα φιλικότατα μέσα επικοινωνίας που τους υποστηρίζουν.

Στο εσωτερικό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ γίνονται σημαντικές διεργασίες. Από την έκβασή τους θα εξαρτηθεί αν θα προωθηθεί σύντομα η συναίνεση ή όχι. Οι διεργασίες και εσωτερικές έριδες αναπτύσσονται στη βάση της αποτυχίας της συντηρητικής πολιτικής, της ογκούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας. Πρόκειται για έριδες και διαφωνίες στις μεθόδους και τις μορφές διακυβέρνησης και δεν σηματοδοτούν διαθέσεις για αναπροσανατολισμό και αλλαγή στάσης απέναντι στους εργαζόμενους. Επιδιώκεται να ανακοπούν οι διεργασίες που ωθούν σε προοδευτικές συνεργασίες και ανακατατάξεις, πριν είναι αργά για το κατεστημένο.

Το ΠΑΣΟΚ, ξέροντας ότι ένα μεγάλο μέρος της κομματικής και εκλογικής του βάσης δεν είναι διατεθειμένο για μια κεντροδεξιά συναίνεση, διατυπώνει από καιρό σε καιρό, μια άλλη παραλλαγή ταξικής και πολιτικής συναίνεσης, την κεντροαριστερή συνεργασία. Ελπιζε ότι θα προσελκύσει ως δορυφόρους της τμήματα της νέας ΝΔ και του λεγόμενου Συνασπισμού με σύνθημα τη σύγκλιση των λεγάμενων εκσυγχρονιστικών δυνάμεων. Πρέπει να γίνει καθαρό στους προοδευτικούς ανθρώπους ότι συνεργασία από συνεργασία διαφέρει. Συνεργασία με συναίνεση είτε με κορμό το ΠΑΣΟΚ είτε τη ΝΔ ουσιαστικά θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με μια συντηρητική πολιτική της μιας ή της άλλης παραλλαγής. Για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι θα διαψευσθούν τραγικά, αν επικρατήσει μια τέτια πολιτική.

Δικαιώνεται η παλιότερη εκτίμηση του ΚΚΕ ότι η άρχουσα τάξη της χώρας μας κατά περιόδους προσαρμόζει ευέλικτα τη στρατηγική της, με σκοπό τη μακροπρόθεσμη διασφάλιση των συμφερόντων της. Η στρατηγική του δικομματισμού συμπληρώνεται με τη στρατηγική της λεγάμενης συναίνεσης, δηλαδή της ταξικής και πολιτικής συνεργασίας ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα κόμματα με άξονα την οικονομική πολιτική και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Από την άποψη αυτή δεν πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα επιτάχυνσης των προσπαθειών για αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού.

Το Κόμμα μας πρέπει έγκαιρα να μελετήσει τις κοινωνικές ανακατατάξεις που προκαλεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική στην Ελλάδα σε συνθήκες ενσωμάτωσης της χώρας στη διαδικασία ολοκλήρωσης. Να μελετήσει καλύτερα τη διάρθρωση και τη δομή της εργατικής τάξης. Να μελετήσει την εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων και αντιπαραθέσεων, να αναδείξει τα ορατά και αόρατα νήματα που διασυνδέουν τα μεγαλύτερα ή μικρότερα συμφέροντα στη χώρα μας.

Η πορεία συντηρητικής αναδιάρθρωσης θα προκαλέσει ανακατατάξεις και διαφοροποιήσεις και στους κόλπους της άρχουσας τάξης, στα διάφορα τμήματά της, στους μονοπωλιακούς ομίλους. Ο ισχυρισμός ότι θα καταργηθεί ο μονοπωλιακός χαρακτήρας των επιχειρήσεων και θα αυξηθεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός, που τάχα θα οδηγήσει στην άνοδο της παραγωγικότητας, στη βελτίωση των υπηρεσιών και των προϊόντων, δεν έχει βάση. Είναι αλήθεια ότι στο πεδίο του ανταγωνισμού θα μπουν περισσότεροι επιχειρηματίες και θα αναμετρηθούν μεταξύ τους για τη διεκδίκηση ισχυρής, μονοπωλιακής θέσης στην αγορά. Ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της οικονομίας δεν θα καταργηθεί. αλλά θα διαμορφωθούν νέοι όροι πάλης για τη μονοπώλησή της, με έντονη παρουσία του πολυεθνικού κεφαλαίου.

Ανακατατάξεις θα συμβούν και στο χώρο των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Με μεγάλη προσοχή να μελετήσουμε την πορεία αυτή, ώστε να επιτευχθεί συσπείρωση και συμμαχία τους με την εργατική τάξη, για να μπορέσει το Κόμμα μας να εκφράσει με συγκεκριμένο τρόπο και τα δικά τους συμφέροντα. Ιδιαίτερα εκείνων των τμημάτων που θα υποστούν τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτιας εξέλιξης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Το μαζικό κίνημα αντιδρά, αντιστέκεται

Το μαζικό κίνημα, με εμπροσθοφυλακή το συνδικαλιστικό κίνημα των εργατοϋπαλλήλων οργανώνει την αντίστασή του στη συντηρητική επιδρομή, ιδιαίτερα στους χώρους που δέχεται τα πιο σκληρά χτυπήματα, όπως είναι οι προβληματικές, ο δημόσιος τομέας, τα νοσοκομεία, ο χώρος των συγκοινωνιών. Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις προβάλλονται στόχοι αναπτυξιακής κατεύθυνσης σε συνδυασμό με αιτήματα ανατροπής των κυβερνητικών μέτρων και υπεράσπισης των καταχτήσεων. Παραμένουν ανεπίλυτα ορισμένα μακροχρόνια κρίσιμα προβλήματα, που τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται με μεγάλη οξύτητα στο λαϊκό κίνημα, όπως είναι: Η πορεία απομαζικοποίησης και χαμηλής συσπείρωσης στο πρωτοβάθμιο σωματείο, η έλλειψη ζωντανής δημοκρατικής λειτουργίας, η μονομέρεια στόχων, η χαμηλή κοινωνική αλληλεγγύη σε κλάδους ή κατηγορίες εργαζομένων που βρίσκονται στο επίκεντρο της κυβερνητικής επίθεσης. Στη σημερινή κατάσταση του μαζικού κινήματος επιδρούν επίσης και οι συνθήκες ζωής των εργαζομένων εξαιτίας της κρίσης, η απογοήτευση εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων.

Το μερίδιο των ευθυνών μας είναι γνωστό. Η κρίση που βρέθηκε το Κόμμα μεταφέρθηκε και επέδρασε αρνητικά το τελευταίο διάστημα και στο μαζικό κίνημα. Ομως σε καμιά περίπτωση δεν δεχόμαστε ότι εμείς είμαστε οι κύριοι και αποκλειστικοί υπεύθυνοι, πολύ περισσότερο που τα προβλήματα δεν αναφέρονται στο τελευταίο δίχρονο μόνο. Ευθύνες έχουν, σοβαρότατες μάλιστα, και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις που βλέπουν το μαζικό κίνημα με διαφορετικό μάτι όταν είναι κυβέρνηση και με άλλο όταν είναι αντιπολίτευση. Η ΝΔ, φοβούμενη την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος και την επίδραση που ασκεί στην εκλογική της βάση, εξετάζει σήμερα και την περίπτωση διάσπασης της ενότητάς του. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος παρέμβασης της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα ορισμένου τμήματός της στους αγώνες της εργατικής τάξης, που οδηγεί στη στρέβλωση του περιεχομένου τους σε ορισμένες περιπτώσεις. Το ΠΑΣΟΚ βλέπει το μαζικό κίνημα σαν το βασικό μοχλό που θα του επιτρέψει να αναρριχηθεί και πάλι στην κυβερνητική εξουσία, σαν τον αυριανό χειροκροτητή της δικής του πολιτικής.

Δεν επιδιώκουμε την κολακεία της εργατικής τάξης. Ευθύνες υπάρχουν και στους εργαζόμενους, που πρέπει να υπερασπίσουν με τα ίδια τους τα χέρια την αυτοτέλεια του κινήματος, να αναζωογονήσουν τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις. Κανείς δεν μπορεί για λογαριασμό τους να τους υποσχεθεί λύσεις στα προβλήματά τους.

Ηρθε η ώρα να προχωρήσει η συγκρότηση του κοινωνικού συνασπισμού ανάμεσα στην εργατική τάξη, τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού και τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα. Ο κοινωνικός αυτός συνασπισμός θα εκφραστεί με την κοινή δράση, από τις κορυφές ως τη βάση των μαζικών οργανώσεων και των ίδιων των εργαζομένων, γύρω από στόχους που διεκδικούν προοδευτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Στόχους που θέτουν ζήτημα συνολικότερης πολιτικής, που θίγει όχι μόνον τις συνέπειες, αλλά και τις αιτίες της κρίσης. Η εργατική τάξη με τα συνδικαλιστικά της όργανα πρέπει να αναλάβει συστηματικές πρωτοβουλίες για τη συμμαχία της με τα άλλα κοινωνικά στρώματα. Πρώτη αυτή να δόσει αποδείξεις ότι είναι σε θέση να εκφράσει κοινούς στόχους, να αντιμετωπίσει προκαταλήψεις και τεχνητές αντιπαραθέσεις.

Η κοινή δράση, ο συντονισμός, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού έχουν σημειώσει βήματα. Δεν έχουμε ανησυχήσει και απασχοληθεί όσο χρειάζεται με τις επιμέρους αντιθέσεις που εμφανίζονται τόσο ανάμεσα σε τμήματα της εργατικής τάξης, αλλά και τις αντιθέσεις με τα μεσαία στρώματα, που πιο έντονα σήμερα υποδαυλίζονται. Η κοινή δράση διαμορφώνεται κυρίως στο επίπεδο κορυφών και δεν έχει ακόμα επιδράσει στο κύριο μέτωπο, στη βάση.

Εστω και με αυτές τις μακροχρόνιες αδυναμίες και καθυστερήσεις για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται η αξία και ο ρόλος του μαζικού κινήματος και των κοινωνικών αγώνων στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Η πολιτική της λεγάμενης αποκρατικοποίησης

Η πολιτική αυτή έχει αναγορευτεί σε βασικό μοχλό της γενικότερης πολιτικής για την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Είναι σήμα κατατεθέν του πιο άγριου νεοφιλελευθερισμού. Μέσω της αποκρατικοποίησης συν- τελείται ταυτόχρονα βιομηχανική συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Παρεμποδίζεται η προοπτική μιας νέας σύγχρονης εκβιομηχάνισης, η οποία στην εποχή μας διατηρεί τον αποφασιστικό ρόλο της για τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Συνδυάζεται με κατευθυνόμενη αποδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγικής βάσης, βίαιη μείωση των αγροτικών νοικοκυριών και των βιοτεχνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επεκτείνεται στον τομέα της κοινωνικής και προστασίας, της παιδείας. Οι θέσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου ενισχύονται επικίνδυνα. Διευρύνονται τα κάθε λογής προνόμια, οξύνονται οι κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις και ανισότητες. Η αποκρατικοποίηση που προωθείται ραγδαία από τη ΝΔ αποσκοπεί να ανοίξει ο δρόμος διάπλατα στις υπερεθνικές ρυθμίσεις και να διαμορφωθούν οι κατάλληλοι όροι για τη δράση των πολυεθνικών.

Οι κρατικές ρυθμίσεις μπορεί σήμερα να περιορίζονται. Ομως θα υπάρχουν. Τις χρειάζεται το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο για να εξασφαλίζει απρόσκοπτα τη δράση του.

Η ΝΔ, για να δικαιολογήσει την πολιτική της, επικαλείται την πολιτική της 8ετίας του ΠΑΣΟΚ, επί των ημερών του οποίου οξύνθηκαν όλοι οι παράγοντες και όροι της κρίσης. Εχει ανάγει την αποκρατικοποίηση σε επίσημη κρατική ιδεολογία στον τομέα της οικονομίας αναγορεύοντας το ιδιωτικό κεφάλαιο σε εγγυητή της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Επιδιώκει να αφαιρέσει και αυτές τις περιορισμένες δυνατότητες υποτυπώδους ελέγχου και ισχνού σχεδιασμού που μπορεί να δόσει ο σημερινός δημόσιος τομέας.

Το βασικό πρόβλημα σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι το πολύ ή λίγο κράτος. Το δίλημμα αυτό δεν μπορεί να λυθεί έξω από μια προοδευτική αναπτυξιακή σύγχρονη πορεία της χώρας. Το πρόβλημα είναι τι κράτος, ποιον εξυπηρετεί, πώς λειτουργεί, αν είναι σύγχρονο και παραγωγικό ή όχι. Κατά πόσο εξασφαλίζονται θεσμοί διαφάνειας και ελέγχου στις διάφορες οικονομικές, πολίτικές και κατασταλτικές λειτουργίες του. Ο σημερινός υδροκέφαλος, αντιπαραγωγικός, γραφειοκρατικός, ρουσφετολογικός και αναξιόπιστος δημόσιος τομέας δεν είναι γέννημα και θρέμμα μιας δήθεν σοσιαλιστικής πολιτικής που ακολούθησε, σύμφωνα με τις αιτιάσεις ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ. Είναι αποτέλεσμα μιας συντηρητικής και πελατειακής πολιτικής 10ετιών με στόχο τη διαμόρφωση ενός δημόσιου τομέα υπηρέτη και εγγυητή των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων.

Η αποκρατικοποίηση, εξαιτίας της αδυναμίας να προσελκύσει το ιδιωτικό κεφάλαιο, συνδυάζεται με μορφές του κλασικού, αποτυχημένου «λαϊκού καπιταλισμού». Μια ματιά όμως στη διεθνή εμπειρία, παλιότερη και σύγχρονη, στη λειτουργία του χρηματιστηρίου, αποδείχνει ότι ο «λαϊκός καπιταλισμός» είναι μια μορφή καταλήστευσης των λαϊκών αποταμιεύσεων και αξιοποίησης τους από το μεγάλο κεφάλαιο. Η πολιτική του «λαϊκού καπιταλισμού» συνοδεύεται απαραίτητα από τη διαμόρφωση ενός μηχανισμού για αποπροσανατολισμό, χειραγώγηση και υπόταξη συνειδήσεων. Συνιστά μια πολιτική που ενισχύει κοινωνικές συμμαχίες της άρχουσας τάξης της χώρας μας έναντι του κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού των δυνάμεων που παλεύουν προοδευτικές και ριζοσπαστικές αλλαγές.

H προοδευτική διέξοδος

Η αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό που επεξεργάστηκε το 12ο Συνέδριο ως πολιτική στρατηγικής είναι η ριζοσπαστική εναλλακτική λύση την έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία για να αντιμετωπίσει τις αιτίες της κρίσης. Είναι ο άλλος δρόμος ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας σε αντίθεση με το δρόμο της εξάρτησης και των πολυεθνικών. Είναι μια ριζοσπαστικών μέτρων και αλλαγών που αγκαλιάζει όλες τις πλευρές της ζωής, την οικονομία, το πολιτικό σύστημα, την κοινωνική πολιτική ανάπτυξη, την εξωτερική πολιτική, τη θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Το ΚΚΕ παίρνοντας υπόψη την κρισιμότητα της κατάστασης, το συσχετισμό δυνάμεων, προβάλλει στον λαό τη γενικότερη πρότασή του μέσα από τους πιο άμεσους, ώριμους, αναγκαίους στόχους πάλης που αναδείχνουν τις πιο οξυμένες πλευρές της κρίσης. Με την αναπτυξιακή πολιτική προοδευτικής διεξόδου δεν καθιερώνουμε κάποιο στάδιο πάλης πριν από αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Οσες κατακτήσει και αν υπάρξουν στα πλαίσια της προοδευτικής πολιτικής δεν θα ‘ναι βιώσιμες και ουσιαστικές, αν δεν συνδέονται και δεν εντάσσονται στις γενικότερες αλλαγές που θα θίγουν τις δομές του συστήματος. Η επεξεργασία των στόχων της προοδευτικής πολιτικής διεξόδου και ανάπτυξης γίνεται στην ίδια λογική και κατεύθυνση της γενικότερης πολιτικής μας. Οι στόχοι είναι προσαρμοσμένοι στις εξελίξεις από το 1987 μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα στην οικονομική, παραγωγική βάση της χώρας.


Η πρότασή μας απευθύνεται στις κοινωνικές δυνάμεις, στην εργατική τάξη, στα μικρομεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, στην προοδευτική διανόηση, τα κοινωνικά κινήματα της νεολαίας, των γυναικών, του περιβάλλοντος, της παιδείας, υγείας, της ειρήνης και ασφάλειας. Απευθύνεται στους προοδευτικούς ανθρώπους που κατανοούν ότι η πολιτική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους διαφορές, αποδείχτηκε αντιαναπτυξιακή και αναποτελεσματική, επιζήμια για το παρόν και το μέλλον της χώρας.

Απευθύνεται στους ανθρώπους καλής θέλησης που είναι έτοιμοι να μελετήσουν κάθε πρόταση διαφορετική από αυτές που γνωρίσαμε. Τέτιοι άνθρωποι υπάρχουν τόσο στο χώρο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ. Απευθύνεται ιδιαίτερα σε εκείνα τα λαϊκά στρώματα και τη νέα γενιά που διακατέχονται οπό ριζοσπαστικές διαθέσεις και αρνούνται να συμβιβαστούν μοιρολατρικά με τη σημερινή τάξη πραγμάτων, έστω και αν προσωρινά φαίνεται ισχυρή και κυρίαρχη. Η συσπείρωση των πιο ριζοσπαστικών σήμερα δυνάμεων στα πλαίσια του μαζικού κινήματος θα δόσει γενικότερη ώθηση στο λαϊκό κίνημα και την ενότητά του.

Στη σημερινή τραγική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με την πολύμορφη κρίση και τις συνέπειες της ολοκλήρωσης, η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί οπό την πολιτική ανασυγκρότησης του καπιταλισμού ούτε από την πολιτική που προωθεί τεχνοκρατικούς, λειτουργικούς, οργανωτικούς εκσυγχρονισμούς.

Μια νέα αυτοδυναμία της ΝΔ είναι φανερό ότι θα επιταχύνει τα αντιλαϊκά μέτρα και θα οδηγήσει να οξυνθούν στο έπακρο όλα τα προβλήματα της χώρας. Αλλά και μια νέα αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ θα κάνει τα πράγματα χειρότερα από την περίοδο 81-89. Το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο ως το 1981 μας είχε συνηθίσει σε μεγαλόστομες διακηρύξεις. Φυσικά ήταν αρκετές οι δυο. θητείες για να μείνουν οι διακηρύξεις στα χαρτιά και να σπείρουν μια ιδιόμορφη κοινωνική απογοήτευση που οδήγησε σε δεξιόστροφη πορεία όλη την ελληνική κοινωνία.

Σήμερα όμως το ΠΑΣΟΚ έχει εγκαταλείψει και αυτές τις διακηρύξεις. Λόγια και έργα δείχνουν ότι αρκείται σε υποσχέσεις για μια καλύτερη, σε σύγκριση με τη σημερινή, διαχείριση της κρίσης. Προβάλλει πιο «εύπεπτη» πολιτική για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που δεν θα ξεφεύγει από την πολιτική της εξυπηρέτησης των μεγάλων συμφερόντων.

Μια νέα αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ θα απομακρύνει περισσότερο τις ελπίδες για προοδευτική διέξοδο, ενώ θα αναπαράγει όλα τα γνωστά φαινόμενα που ζήσαμε στην 8ετία: αλαζονική διακυβέρνηση, ηγεμονισμό, αναγόρευση του μαζικού κινήματος και των θεσμών σε χειροκροτητές και υπηρέτες της νέας πολιτικής. Το ΠΑΣΟΚ δεν δεσμεύεται συγκεκριμένα απέναντι στα αιτήματα που προβάλλουν οι εργαζόμενοι στους αγώνες τους. Παρακάμπτει τα υπαρκτά προβλήματα με συνθήματα εκλογολογίας που αντικειμενικά ωθούν στην περιθωριοποίηση του λαϊκού παράγοντα από τις πολιτικές εξελίξεις.

Το αυτοδύναμο ΠΑΣΟΚ ό,τι είχε να δόσει το έδοσε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και την αρχική περίοδο της πρώτης διακυβέρνησής του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σήμερα συγκεντρώνει την προσοχή του στη δικαίωση των μεταταχθέντων, στην αποκατάσταση των διωχθέντων από τη ΝΔ. Θα ξαναδούμε το ίδιο έργο: να διαμορφώνεται ένα «πράσινο» κράτος, ένας «πράσινος» κοινωνικός ιστός χειραγώγησης, αποπροσανατολισμού και πελατειακών, ρουσφετολογικών σχέσεων, ένα κλίμα ρεβανσισμού, ανάλογο με αυτό που καλλιεργεί σήμερα η ΝΔ.

Τα προβλήματα των εργαζομένων δεν λύνονται ούτε με μεσσιανικές κυβερνήσεις ούτε με ρουσφέτια ούτε με κοινωνική πολιτική που αδειάζει τα ταμεία και τις τσέπες των εργαζομένων. Αυτή την κοινωνική πολιτική την πληρώνουν αναδρομικά σήμερα οι εργαζόμενοι, διπλά και τριπλά.

Η λαϊκή συσπείρωση με επίκεντρο την προοδευτική διέξοδο είναι η μόνη ελπιδοφόρα και χρήσιμη συμφωνία σήμερα και η μόνη πολιτική που μπορεί να συνεγείρει τους εργαζόμενους, το μαζικό λαϊκό κίνημα.

Μας καταλογίζουν ότι προβάλλουμε μια μη ρεαλιστική πολιτική, αφού αυτή δεν περιλαμβάνει μια άμεση κυβερνητική λύση στη βάση της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Μας επικρίνουν ορισμένοι, άλλοι σκόπιμα άλλοι αθέλητα, ότι ενδιαφερόμαστε για την πάλη στο κοινωνικό επίπεδο, ενώ την ίδια ώρα δεν δίνουμε χειροπιαστές πολιτικές λύσεις. Μα ακριβώς αυτό είναι το μείζον πολιτικό πρόβλημα της χώρας, ότι δηλαδή δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για μια άμεση πολιτική προοδευτική συνεργασία που θα οδηγήσει στην ανάδειξη μιας κυβέρνησης ικανής, βιώσιμης, με θέληση και θάρρος να ακολουθήσει μια διαφορετική πολιτική από όσες γνωρίσαμε, εναντίωσης προς τα μεγάλα συμφέροντα και προς όφελος των εργαζομένων.

Οι κυβερνητικές λύσεις δεν κατασκευάζονται «επί χάρτου» και μεις δεν είμαστε διατεθειμένοι να παίρνουμε την επιθυμία μας για πραγματικότητα. Με τα σημερινά δεδομένα η κοινωνική πάλη αναδείχνεται το κύριο πεδίο όπου θα διαμορφωθούν και θα προσδιοριστούν οι πολιτικές ανακατατάξεις και συσχετισμοί.

Με το σημερινό συσχετισμό είναι αδύνατη κάθε διέξοδος. Με την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, το δυνάμωμα της ταξικής και πολιτικής πάλης μπορεί να χτυπηθεί ο δικομματισμός, να αποκρουστεί κάθε παραλλαγή ταξικής και πολιτικής συναίνεσης σε βάρος των εργαζομένων. Να κοπεί το νήμα των πρωτοβουλιών για συνεργασίες που παραγνωρίζουν τις λαϊκές απαιτήσεις και παραμορφώνουν τα προοδευτικά συνθήματα. Συνεργασία που δεν εξασφαλίζει προοδευτική πολιτική θα γίνει αναπόφευκτα γέφυρα προς την πολιτική λιτότητας και διαχείρισης της κρίσης. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, γιατί θα σκοτώσει για μια ακόμα φορά τις ελπίδες για ουσιαστικές αλλαγές στον τόπο.

Το ΚΚΕ δίνει ιδιαίτερη σημασία στην επίτευξη της προοδευτικής συνεργασίας σε ένα κοινό πρόγραμμα δράσης που διασφαλίζει ότι θα προωθηθούν βιώσιμες μεταρρυθμιστικές αλλαγές στο έδαφος των οποίων θα ωριμάζει η ανάγκη μιας συνολικότερης ρήξης με το σημερινό σύστημα, μιας πολιτικής που είναι ανοιχτή στην προοπτική του σοσιαλισμού. Προς αυτή την κατεύθυνση δρούμε καθημερινά. Το βάθος και η έκταση των αλλαγών που προβλέπονται εξαρτώνται οπωσδήποτε από την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, από το συσχετισμό των δυνάμεων, από την επίδραση που ασκεί η πολιτική του ΚΚΕ στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Το ΚΚΕ θα τοποθετείται απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση που επαγγέλλεται προοδευτικά μέτρα με κριτήριο το πρόγραμμά της, τη φερεγγυότητα της, τις εγγυήσεις που θα παρέχει ότι θα το προωθεί έμπρακτα.

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ διατηρεί την αλαζονική αντίληψη της μονοκομματικής αυτοδυναμίας. Η θεμελιακή ιδέα του προγράμματος του στηρίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο ώστε να γίνει ανεκτή η πολιτική λιτότητας. Κινείται δηλαδή στη λογική της ταξικής συνεργασίας, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην υποταγή και χειραγώγηση των εργαζομένων στο μεγάλο ιδιωτικό πολυεθνικό κεφάλαιο. Το κοινωνικό συμβόλαιο του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε καν σε μια προσωρινή ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων, θα είναι σε βάρος των εργαζομένων και του λαϊκού κινήματος. Η άκριτη υποστήριξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από την πλευρά του, η ανοιχτή υποστήριξη της δικής του παραλλαγής λιτότητας αποδυναμώνει και τελικά ακυρώνει όποιες θετικές επιμέρους προτάσεις κάνει για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό, την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία της χώρας. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προωθεί, στο όνομα της συνεργασίας, την απαίτηση να υποστηριχθεί το δικό του πρόγραμμα από τις άλλες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις. Πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή της επιζήμιας αυτοδυναμίας.

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει επίσης ευθύνη γιο ορισμένα αρνητικά φαινόμενα που εκδηλώνονται στους μαζικούς αγώνες, όπως είναι: η στείρα αντιπαράθεση και πόλωση με τους εργαζόμενους που ακολουθούν στο πολιτικό επίπεδο τη Νέα Δημοκρατία, η αξιοποίηση των αγώνων για την προώθηση κομματικών αιτημάτων, όπως είναι η άμεση διεξαγωγή εκλογών, η υπόθεση της δίκης και άλλα. Γενικά το ΠΑΣΟΚ βλέπει το μαζικό κίνημα περισσότερο σαν μοχλό αντιδεξιάς αντιπαράθεσης και εφαλτήριο επιστροφής του στη διακυβέρνηση του τόπου.

Το ΠΑΣΟΚ διατηρεί ως κύριο στοιχείο της τακτικής του το διαχωρισμό δεξιά-αντιδεξιά, που αποδείχθηκε επιζήμιος για την υπόθεση της προόδου και της αλλαγής·

ΝΔ και ΠΑΣΟΚ φρόντισαν να αξιοποιήσουν τη δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά για την όξυνση της δικομματικής αντιπαράθεσης, συμπεριφέρθηκαν με κομματική ιδιοτέλεια. Ανάλογα συμπεριφέρθηκε και ο -Συνασπισμός- που χρησιμοποίησε τη δίκη για να εξασφαλίσει την ανοιχτή επικοινωνία με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει βαριές πολιτικές ευθύνες για την ανάπτυξη του γνωστού σκανδάλου Κοσκωτά. Στη διάρκεια της δίκης δεν αναδείχθηκε όλο το βάθος του προβλήματος, η έκταση και η ποιότητα των πολιτικών ευθυνών. Παρόλα αυτά, βγήκαν στο φως αρκετά στοιχεία που δείχνουν τη σήψη του συστήματος της ολιγαρχίας, τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, τις συναλλαγές, τους τρόπους που διαφεύγουν κεφάλαια και κέρδη από την Ελλάδα προς το εξωτερικό. Δικαιώθηκε το ΚΚΕ όταν υποστήριζε ότι η κάθαρση δεν υλοποιείται αποκλειστικά μέσω της δικαιοσύνης, αλλά προϋποθέτει γενικότερα πολιτικά μέτρο και επιλογές που θίγουν τις αιτίες και τους παράγοντες που προκαλούν φαινόμενα σαν το σκάνδαλο Κοσκωτά και τα άλλα σκάνδαλα που γνωρίζει ο τόπος ως σήμερα.

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ φέρνει βαριές ευθύνες γιατί αποπροσανατολίζει ένα μεγάλο μέρος του προοδευτικού κόσμου, προβάλλοντας ως αιτία για την άνοδο της ΝΔ τη συμμετοχή του τότε Συνασπισμού στην κυβέρνηση Τζαννετάκη. Η ΝΔ άρχισε να ανακτά τις δυνάμεις της πολύ πριν, από το 1984 ακόμα, εξαιτίας της δεξιόστροφης πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, που οδήγησε στον επαναπατρισμό ψηφοφόρων στη ΝΔ.

Το ΠΑΣΟΚ κατηγορεί τον τότε Συνασπισμό για ανίερη συμμαχία, όταν το ίδιο στο μεγαλύτερο μέρος της 8ετίας του υπηρέτησε με παροχές και κίνητρα το μεγάλο κεφάλαιο σε βάρος των εργαζομένων. Οταν σε συναίνεση με τη ΝΔ υιοθέτησε την ενισχυμένη αναλογική, ενώ στην αναθεώρηση του Συντάγματος αρνήθηκε την κατοχύρωση της απλής αναλογικής. Οταν το ίδιο σήμερα προβάλλει το κοινωνικό συμβόλαιο της λιτότητας και του συμβιβασμού με τα μεγάλα συμφέροντα. Οταν στο πρόγραμμά του έχουν περιοριστεί οι διαφορές με τις προτάσεις της ΝΔ σε σύγκριση με το παρελθόν. Η αντιπολίτευση στη ΝΔ δεν είναι απόδειξη για τον προοδευτισμό ενός κόμματος και της πολιτικής του. Απόδειξη είναι το πρόγραμμα και η πρακτική του.

Το Κόμμα μας έγκαιρα είχε τονίσει ότι η αυτοδύναμη ΝΔ θα ακυρώσει το όποιο θετικό έργο έγινε στο τρίμηνο της κυβέρνησης Τζαννετάκη. Η συμμετοχή του τότε Συνασπισμού στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, όπως και στην Οικουμενική κυβέρνηση, στις συγκεκριμένες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί είχε πολιτικό κόστος για την Αριστερά, που εκφράστηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις. Προκάλεσε ιδεολογικές παρενέργειες, καθώς τα στελέχη που αποχώρησαν από το ΚΚΕ βρήκαν την ευκαιρία να αναπτύξουν ουτοπικές απόψεις για την ανάγκη συμμετοχής του Κόμματος σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα και τη σύνθεσή της, το συσχετισμό δύναμης στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Τα προβλήματα αυτά θα είχαν αντιμετωπιστεί ευκολότερα, αν υπήρχε συνοχή στην ΚΕ και αναπτύσσονταν ιδεολογική δουλιά στις λαθεμένες απόψεις.

Κριτήριο για πολιτική συνεργασία στις παρούσες συνθήκες είναι ο γνήσιος προοδευτισμός ενός κοινού προγράμματος και όχι η προοδευτική συνθηματολογία. Η προοδευτική πολιτική περιέχει ένα σύνολο μέτρων που ανακουφίζει τη χώρα από τις βαριές συνέπειες της κρίσης, δίνει τη βάση της αναπτυξιακής πορείας, παίρνει μέτρα εναντίωσης προς τα μεγάλα συμφέροντα. Δεν μπορεί να υπάρξει προοδευτική πολιτική, όταν αυτή δεν θεμελιώνεται σε μέτρα ελέγχου της ασυδοσίας των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, όταν δεν συνοδεύεται από αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων, από μέτρα που ενισχύουν τη δημοκρατία και τη συμμετοχή των εργαζομένων στους εργασιακούς χώρους.

Κριτήριο προοδευτισμού αποτελεί η στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η αντίσταση στην υποταγή των εθνικών συμφερόντων και ιδιαιτεροτήτων στα υπερεθνικά, η αντίσταση στις επιλογές της ολοκλήρωσης που εμποδίζουν την ανάπτυξη της χώρας, τη διάσωση. τη διεύρυνση και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής της βάσης. Τα μέτρα που προτείνουμε ωθούν σε μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, απεγκλωβίζουν τη χώρο από νατοϊκά ή δυτικοευρωπαϊκά συστήματα ασφάλειας. Μέτρα κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης το κόστος των οποίων πρέπει να το πληρώνουν αυτοί που κέρδισαν και αισχροκέρδισαν από τον ιδρώτα και το μόχθο των εργαζομένων. Στις προτάσεις περιλαμβάνουμε αιτήματα για τους ξένους εργάτες, υιοθετούμε τις προτάσεις των οργανώσεων των Ελλήνων μεταναστών.

Αρνούμαστε τη λογική να συγκρίνει η εκάστοτε κυβέρνηση το έργο της με το έργο της προηγούμενης. Για μας μέτρο προοδευτισμού δεν είναι το χθες, αλλά το σήμερα και το αύριο. Οι εργαζόμενοι δεν αναζητούν καλύτερους λογιστές, τεχνοκράτες και πολιτικούς με καλύτερο ύφος εξουσίας, αλλά μια διαφορετική κυβέρνηση που θεμελιώνεται στη μαχητική χωρίς υπαναχωρήσεις και συμβιβασμούς πάλη για τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Για ένα ισχυρό ΚΚΕ

Το ζητούμενο σήμερα είναι να γίνει το πρώτο βήμα προς την προοδευτική πολιτική διεξόδου. Με τα σημερινά δεδομένα η ισχυροποίηση του ΚΚΕ, οργανωτική, πολιτική, ιδεολογική και εκλογική, αποτελεί μια καλή αρχή προς γενικότερες θετικές αλλαγές. Η ισχυροποίηση του ΚΚΕ αποτελεί σήμερα το βαρόμετρο του γενικότερου ριζοσπαστισμού, αποφασιστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση μιας νέας λαϊκής αγωνιστικής πλειοψηφίας ικανής να διεκδικήσει την ανάπτυξη της χώρας και τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η ενίσχυση του ΚΚΕ θα προκαλέσει αλυσιδωτές ανακατατάξεις στο πολιτικό επίπεδο και πριν από όλα θα σηματοδοτήσει την ανάγκη αναπροσανατολισμού του προοδευτικού χώρου, απεγκλωβισμού από τη λογική και την πρακτική της χαμένης για την υπόθεση της αλλαγής 8ετίας. Θα αποτελέσει μια καλή αρχή στη συνολική προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας προοδευτικής κυβέρνησης που θα αντλεί τη δύναμή της από τη στήριξή της στο μαζικό κίνημα. Μόνο μια τέτια κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει τις πιο δημοκρατικές μεθόδους διακυβέρνησης, να ασκεί εξουσία με λαϊκά χαρακτηριστικά, μια τέτια κυβέρνηση που ως τώρα ο τόπος δεν έχει γνωρίσει.

Η ισχυροποίηση του ΚΚΕ θα είναι σήμα απαγορευτικό για αντιλαϊκούς συμβιβασμούς και αντιλαϊκές συναινέσεις, για κινήσεις κορυφών και πολιτικά παρασκήνια που φέρνουν το λαό μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα. Καμιά κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι πραγματικά προοδευτική, ριζοσπαστική, βιώσιμη και ανθεκτική στις επιθέσεις του κατεστημένου δίχως τη στήριξη ενός ισχυρού ΚΚΕ. Η ενίσχυση του ΚΚΕ θα είναι η καλύτερη απάντηση στον υπαρκτό κίνδυνο να δυναμώσει ο αντικομμουνισμός, που αποτελεί το μεγάλο εμπόδιο προς την πρόοδο και την εξασφάλιση της δημοκρατικής ομαλότητας.

Το ΚΚΕ στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής και τακτικής των συμμαχιών και συνεργασιών επιδιώκει και προωθεί την κοινή δράση στη βάση, στο κοινωνικό κυρίως επίπεδο, με όλες τις δυνάμεις του προοδευτικού χώρου, με επίκεντρο τις λύσεις στα προβλήματα που προκαλεί η κυβερνητική πολιτική. Επιδιώκει πολιτική συνεργασία σε επιμέρους και συγκεκριμένα θέματα.

Με τον αυτοαποκαλούμενο ΣΥΝ δεν υπάρχει σήμερα προοπτική πολιτικής συνεργασίας. Οι δυνάμεις που κυριαρχούν στις γραμμές του μεθόδευαν τη διάλυση του ΚΚΕ, κράτησαν και κρατούν εχθρική στάση απέναντι του. Ο «ΣΥΝ» αποτελεί το βασικό στήριγμα του κατεστημένου στις επιθέσεις κατά του ΚΚΕ. Πέρα από αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθούν και οι προγραμματικές διαφορές μαζί του, που αφορούν θέματα προσανατολισμού της χώρας στα πλαίσια της διεθνοποίησης, θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ανεξαρτησίας, για τα οποία αναφερθήκαμε στα αντίστοιχα σημεία. Η μετεξέλιξή του σε κόμμα επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ, ότι πριν ακόμα από το 13ο Συνέδριο είχε δρομολογηθεί μια τέτια διαδικασία, η οποία δεν προχωρούσε εξαιτίας της αντίστασης του Κόμματος. Το γεγςινός ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις που μετέχουν στο νέο φορέα είναι οι ίδιες που αθέτησαν το ιδρυτικό συμβόλαιο του Συνασπισμού της Αριστερός και της Προόδου μας επιτρέπει να υποστηρίζουμε ότι το νέο αυτό κόμμα δεν έχει φερεγγυότητα στην πολιτική των συμμαχιών και συνεργασιών. Πρόσθετη απόδειξη η διγλωσσία και το πολιτικό παρασκήνιο, οι υπόγειες διαδρομές προς τα δυο μεγάλα κόμματα.

Η δεδομένη θέση του ΚΚΕ απέναντι στις συναινετικές αντιλαϊκές διαδικασίες, η θέση του για την πολιτική συνεργασιών ερμηνεύεται σκόπιμα ως πολιτική αντισυμμαχιών, ως νοοτροπία του δογματισμού και του περιθωρίου. Το αντίθετο συμβαίνει. Μια ουσιαστική ανάγνωση των θέσεων του για τη διέξοδο, για τη διεθνή κατάσταση, την ολοκλήρωση, αποδείχνει ότι υπάρχουν προγραμματικές διαφορές, διαφορές προσανατολισμού που δεν ξεπερνούνται ούτε κουκουλώνονται κάτω από μια συνεργασία κορυφών και μάλιστα με στενό αντιδεξιό-αντινεοδημοκρατικό περιεχόμενο. Η ζωή έχει αποδείξει ότι μια τέτια συνεργασία είναι επιζήμια, επισφαλής, επιρρεπής σε διασπάσεις και εσωτερικές ρήξεις που φθείρουν την ιδέα και την προοπτική μιας φερέγγυας, ρεαλιστικής συνεργασίας. Μια συνεργασία με στενό αντιδεξιό περιεχόμενο θα οδηγήσει το μαζικό λαϊκό κίνημα σε υποχώρηση, θα το αφοπλίσει, αντί να του δόσει φτερά και νέα δύναμη.

Το ΚΚΕ δεν πρόκειται να υποκύψει στα κελεύσματα συμβιβασμού και παθητικής προσαρμογής του ρεφορ­μισμού. Δεν πολιτεύεται κοντόφθαλμα, στενοκομματικά. θα κρατήσει τα οράματά του, την αισιοδοξία του ότι αργά ή γρήγορα θα γίνει πραγματικότητα η προοδευτική συνεργασία. Εχει εμπιστοσύνη στη δύναμη της κριτικής, στην εργατική τάξη και στο μαζικό λαϊκό κίνημα.

ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΜΜΑ

Η κρίση

Το πρόβλημα της κρίσης στο Κόμμα μας πριν από το 13ο Συνέδριο και μετά απ’ αυτό συγκέντρωσε ένα πολύ μεγάλο μέρος του προβληματισμού των μελών του Κόμματος. Οι επιλογές της ΚΕ του περασμένου Ιούνη απέναντι στην προσπάθεια διάλυσης του ΚΚΕ μέσα από το Συνασπισμό, η απόκρουση της σοσιαλδημοκρατικής τάσης στην ΚΕ επιδοκιμάσθηκαν από τα μέλη του Κόμματος. Υπάρχει γενική συμφωνία ότι οι εξελίξεις στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αποτέλεσαν το αντικειμενικό υπόβαθρο της κρίσης του. Περάσαμε μια καταιγίδα που δεν την είχαμε καν προβλέψει και βρεθήκαμε κοντά στη συρρίκνωση, αποδιοργάνωση και διάλυση. Το ότι τελικά αποφύγαμε τον κίνδυνο και το Κόμμα μας παραμένει μια σημαντική αυτοτελής πολιτική δύναμη στη ζωή του τόπου είναι μια μεγάλη κατάχτηση που κυρίως οφείλεται στις χιλιάδες μέλη και στελέχη, στους οπαδούς και στους προοδευτικούς ανθρώπους που συνειδητοποίησαν ότι θα ήταν απώλεια γενικότερης σημασίας η διάλυση του ΚΚΕ.

Η δυνατότητα στα μέλη του Κόμματος να υπερασπίσουν το ΚΚΕ, δόθηκε και χάρη στις επιλογές της ΚΕ μετά το 13ο Συνέδριο. Πολύ σωστά τα μέλη και στελέχη του Κόμματος συγκέντρωσαν την προσοχή τους στη συζήτηση των υποκειμενικών, εσωτερικών παραγόντων που καθόρισαν την έκταση, το βάθος της κρίσης και το μέγεθος των απωλειών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 80 τοις εκατό της κομματικής δύναμης του Ιούλη 1991 παρέμεινε στις γραμμές του Κόμματος, ενώ ένα μικρό τμήμα του ακολούθησε τα μέλη της ΚΕ που αποχώρησαν. Το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών οφείλεται σε απογοήτευση, δυσκολία επιλογής, στάση αναμονής για ένα διάστημα. Ετσι, σύντροφοι που είχαν προσφέρει στο παρελθόν είναι σήμερα αδρανοποιημένοι πολιτικά και βρίσκονται μακριά από την κοινωνική και πολιτική δράση ή δρουν περιοδικά. Το θέμα όμως δεν είναι στενά ποσοτικό. Η ποιότητα και η έκταση της κρίσης που περάσαμε οδήγησε σε γενικότερη αποδιοργάνωση του Κόμματος και απομάκρυνσή του για ένα διάστημα από τη ζωντανή δραστήρια πολιτική και κοινωνική δράση.

Στις προσυνεδριακές συνελεύσεις το μεγαλύτερο μέρος των μελών μας συμφώνησε για τις υποκειμενικές αιτίες της κρίσης, με διαφοροποιήσεις στην ιεράρχηση και τη βαρύτητά τους. Ολοι και όλες συμφώνησαν ότι έπαιξε αρνητικό ρόλο η λαθεμένη πολιτική ανάδειξης στελεχών που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τη χειροτέρευση της κοινωνικής σύνθεσης των οργάνων και της ΚΕ και του ΠΓ. Στα νέα στελέχη δεν δίνονταν η απαιτούμενη ιδεολογική βοήθεια, ενώ ο έλεγχος των αποτελεσμάτων της δουλιάς τους ήταν αδύνατος ως ανύπαρκτος.

Πληρώσαμε ακριβά την παραβίαση στην πράξη του χρυσού κανόνα των κομμουνιστικών κομμάτων ότι τα στελέχη εργατικής προέλευσης πρέπει να αποτελούν την πλειοψηφία στα κεντρικά καθοδηγητικά όργανα, καθώς και στα ενδιάμεσα όργανα. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να κινούμαστε συνεχώς. Η κοινωνική σύνθεση των οργάνων πρέπει να εκφράζει τη σύνθεση της κοινωνίας, του συγκεκριμένου χώρου δράσης της κάθε οργάνωσης. Σε κάθε περίπτωση να αντανακλά το βασικό χαρακτηριστικό του Κόμματος ως κόμματος της εργατικής τάξης.

Επιδίωξη πρέπει να είναι η σωστή κοινωνική σύνθεση, η ανάδειξη εργατικών στελεχών από παραδοσιακά και σύγχρονα τμήματα της εργατικής τάξης, που μπορούν να καταχτούν με τη βοήθεια που θα τους δίνεται τα θετικά χαρακτηριστικά ενός κομμουνιστή διανοούμενου. Είναι απαραίτητη η ανάδειξη στελεχών και από τα άλλα κοινωνικά στρώματα, τα οποία πρέπει να καταχτούν τα χαρίσματα του εργάτη κομμουνιστή, τη συνέπεια, την επιμονή, το ταξικό κριτήριο που διαμορφώνεται από τη θέση του και το ρόλο του στην παραγωγή. Σήμερα, ύστερα και από τις άσχημες εμπειρίες που ζήσαμε, είμαστε πιο πλούσιοι σε πείρα στην πολιτική ανάδειξης στελεχών. Λάθη ούτε έχουμε το χρόνο ούτε και τη δικαιολογία να επαναλαμβάνουμε. Οι τελευταίες εμπειρίες από την πολιτική ανάδειξης στελεχών δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε μια συντηρητική στάση και αναδίπλωση. Χρειάζεται θαρραλέα ανάδειξη στελεχών, ανανέωση των οργάνων, εναλλαγή στελεχών σε διάφορους τομείς.

Ομως δεν πρέπει να περιοριζόμαστε μόνο στη διαδικασία ανάδειξής τους. Ας μην ξεχνάμε ότι σε μεταβατικές εποχές, σε καμπές, καλά και ικανά στελέχη μπορεί κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες να παλινδρομήσουν. Εξίσου σημαντικό είναι να φροντίζουμε όλοι από την ΚΕ ως την ΚΟΒ να ακολουθείται πολιτική σωστής αξιοποίησης και βοήθειας προς τα στελέχη μετά την ανάδειξή τους. Δεν υπάρχει άλλη εγγύηση από το συνεχή έλεγχο αποτελεσμάτων της δουλιάς τους, από τη συνεχή προσπάθεια και απαίτηση τα στελέχη να συνδέονται στενά με την κομματική βάση, με τον κοινωνικό τους περίγυρο, να ζουν άμεσα τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Η συλλογικότητα πρέπει να είναι το γενικό γνώρισμα όλων των στελεχών. Αλλιώς θα τραυματίζεται ανεπανόρθωτα όλη η κομματική συλλογικότητα. Δεν φθάνει όμως στις μέρες μας ούτε η συμμετοχή στην πρακτική δράση ούτε και η συλλογικότητα Απαιτούνται γνώσεις πολιτικές και θεωρητικές, ιδεολογική και πολιτική κατάρτιση. Η πολιτική ικανότητα δεν καλλιεργείται μόνο με την εμπειρία, αλλά και με τη γνώση, την άσκηση της κριτικής σκέψης και παρατήρησης.

Η υποτίμηση της σημασίας του ιδεολογικού αγώνα και της ανάπτυξης της θεωρίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα φαινόμενα που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια.

Το 12ο Συνέδριο θεμελίωσε την ποιοτική στροφή του Κόμματος στην ανάπτυξη της ιδεολογικής δουλιάς μέσα στο Κόμμα και ευρύτερα στην κοινωνία. Τώρα όλοι μας έχουμε κατανοήσει πόσο μας ζημίωσε η εγκατάλειψη των μαθημάτων και των διαλέξεων, πόσο ζημίωσε η υποτίμηση ή η εγκατάλειψη κάθε προσωπικής προσπάθειας αυτομόρφωσης, η προχειρότητα στη μελέτη των κομματικών ντοκουμέντων, του «Ριζοσπάστη», της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης. Από δω και μπρος δεν μπορεί να υπάρξει καμιά δικαιολογία για την καθυστέρηση ή υποτίμηση της σημασίας της ιδεολογικής δουλιάς.

Η εσωκομματική ενημέρωση και πληροφόρηση αποδείχθηκε ότι είναι αναπόσπαστο στοιχείο της εσωκομματικής δημοκρατίας. Αν τα μέλη του Κόμματος από την αρχή γνώριζαν, με υπεύθυνη ενημέρωση από την ΚΕ, τα προβλήματα που υπήρχαν στο καθοδηγητικό όργανο, είναι βέβαιο ότι πιο έγκαιρα θα μπορούσαν να παρέμβουν και το κυριότερο θα είχαμε λιγότερες απώλειες. Η έλλειψη ενημέρωσης επέτρεψε στην αντικομματική ομάδα να διαδίδει με πλάγιο τρόπο τις απόψεις της, να παραπληροφορεί, να παρασύρει, δημαγωγώντας σε ορισμένες περιπτώσεις με την αξιοποίηση υπαρκτών προβλημάτων και αδυναμιών, για τις οποίες είχαμε ευθύνη όλα τα στελέχη.

Ξεχωρίζουμε αυτές τις υποκειμενικές αιτίες της κρίσης, γιατί συγκέντρωσαν την προσοχή των περισσότερων μελών του Κόμματος. Ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και άλλες πλευρές που θίγονται στις θέσεις και διατηρούν και σήμερα την αξία και την επικαιρότητα. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι η διαπίστωση ότι χωλαίναμε και μέχρι σήμερα δεν το έχουμε ξεπεράσει στην πιο ολοκληρωμένη μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας, στη βαθύτερη μελέτη των κοινωνικοταξικών και οικονομικών εξελίξεων. Χωλαίνουμε στην τήρηση και υπεράσπιση των αρχών, στη βοήθεια προς τα νέα μέλη, στην πολιτική στρατολογιών. Μια σωστή οργανωτική πολιτική, αλλά και γενικότερη πολιτική γραμμή, για να είναι εύστοχη και αποτελεσματική, πρέπει να προκύπτει από τη γενίκευση της μελέτης όλων των πλευρών και των πτυχών της κοινωνικής ζωής, των επιμέρους τάσεων, των ιδιαίτερων φαινομένων. Η προχειρότητα, ο εμπειρισμός, η επιφανειακή ανάλυση αργό ή γρήγορα μας φέρνουν όχι μόνο σε αναντιστοιχία, αλλά καμιά φορά και σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη πραγματικό­τητα.

Την προσυνεδριακή συζήτηση απασχόλησε ιδιαίτερο το θέμα του «Συνασπισμού» και των χειρισμών της ΚΕ και του ΠΓ ως τότε που διαλύθηκε. Η συμφωνία είναι γενική. Οπως έφθασαν τα πράγματα, το Κόμμα μας δεν μπορούσε να συνεχίζει να συμμετέχει σε ένα φορέα που είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε κόμμα πολυτασικό, πολύ πριν παρθεί ανοιχτά και επίσημα απόφαση γι’ αυτό. Η κατάληξη του Συνασπισμού δεν επιτρέπεται να οδηγήσει σε απλουστεύσεις του τύπου «δεν έπρεπε να γίνει ο Συνασπισμός» ή, πολύ περισσότερο, να ενισχύσει απόψεις κατά της πολιτικής των συμμαχιών. Οι εξελίξεις στο Συνασπισμό επηρεάσθηκαν και από το κλίμα που δημιούργησε η πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, από την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην ΚΕ.

Σημειώνουμε ορισμένα χρήσιμα διδάγματα για το Κόμμα, που αφορούν την πολιτική συμμαχιών με τη μια ή την άλλη μορφή και το χαρακτήρα που αυτή μπορεί να πάρει:

Πρώτο. Σε κάθε περίπτωση συμμαχίας, πρέπει στο κέντρο της προσοχής μας να είναι η διασφάλιση της αυτοτέλειας του Κόμματος, καθήκον που καθόλου δεν συγκρούεται με την κοινή δράση και το σεβασμό των κοινών αποφάσεων.

Δεύτερο. Δεν πρέπει να υποτιμούνται οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές που υπάρχουν και συνοδεύουν κάβε μορφής συμμαχία, στη βάση των οποίων αναπτύσσονται, όπως είναι φυσικό, ανταγωνισμοί και αντιπαραθέσεις.

Τρίτο. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος στις συμμαχίες πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά από συντρόφους που διαθέτουν όχι μόνον ικανότητα, αλλά και σταθερότητα και κομματικότητα. Πρέπει να ελέγχονται από τα καθοδηγητικό όργανα και τα κομματικά σώματα πολύ στενό και ουσιαστικά, γιατί η συμμαχία και κοινή δράση είναι από τους πιο σύνθετους και λεπτούς τομείς δουλιάς.

Η πολιτική συμμαχιών είναι μόνιμη φροντίδα του Κόμματος, είναι πολιτική στρατηγικής σημασίας. Είναι ίσως ο πιο δύσκολος τομέας της κομματικής μας δραστηριότητας και δεν θα υπάρξουν ούτε σήμερα ούτε αύριο συνθήκες όπου η πολιτική των συμμαχιών θα προωθείται εύκολα, χωρίς κινδύνους. Είναι ένας τομέας της πολιτικής μας, που η πιθανότητα του λάθους παραμονεύει ακριβώς γιατί πρόκειται για συνεργασία με διαφορετικά κόμματα, προγράμματα, αντιλήψεις και νοοτροπίες. Οι δυσκολίες ή και οι αποτυχίες και τα λάθη δεν επιτρέπεται να μας οδηγούν στην εγκατάλειψη των προσπαθειών. Το θέμα είναι να επιμείνουμε σ’ αυτή την πολιτική και να πάρουμε μέτρα για να μη γίνονται λάθη, να μην ακυρώνονται συνεργασίες και συμμαχίες από δική μας ευθύνη.

Στην προσυνεδριακή διαδικασία έγινε ιδιαίτερη κριτική στην ΚΕ που εκλέχτηκε στο 12ο Συνέδριο, αλλά και παρατηρήσεις σε χειρισμούς της εκλεγμένης από το 13ο πλειοψηφίας της ΚΕ.

Αρκετά μέλη και στελέχη του Κόμματος ζήτησαν να προχωρήσει το συνέδριο στην ανάδειξη και των ατομικών ευθυνών, εκτός των συλλογικών, που έχουν τα μέλη του ΠΓ και της ΚΕ πριν από το 13ο Συνέδριο και μετά. Οι σύντροφοι που έθεσαν τέτιο ζήτημα δεν αμφισβητούν την προσφορά των μελών της ΚΕ που κατά πλειοψηφία κατάφεραν έστω και την τελευταία στιγμή να διαφυλάξουν την αυτοτέλεια του Κόμματος.

Είναι σωστό ότι η ολοκληρωμένη κομματική κριτική δεν μπορεί να περιορίζεται σε γενικές συλλογικές ευθύνες, όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με γεγονότα κρίσιμα, καθοριστικά για την πορεία του Κόμματος. Ομως μια τέτια δίκαιη κατά τα άλλα απαίτηση πολύ λίγο μπορεί να ικανοποιηθεί στις εργασίες του συνεδρίου μας. Η ανάδειξη ατομικών ευθυνών προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί στα τελευταία χρόνια, κατά διαστήματα και στην πορεία ελέγχου των αποφάσεων, επιμερισμός και ατομικών ευθυνών, πράγμα που δεν έχει γίνει. Βέβαια δεν έχουμε να κάνουμε με άγνωστα στελέχη της προηγούμενης και της σημερινής Κεντρικής Επιτροπής και του ΠΓ. Είναι ολοφάνερο ότι η νέα ΚΕ και όλα τα καθοδηγητικό όργανα, διδαγμένα από λάθη και παραλείψεις ιδιαίτερα στον τομέα ελέγχου των στελεχών, πρέπει ανάμεσα στα άλλα να εγκαινιάσουν έναν καλύτερο τρόπο λειτουργίας και ελέγχου, ώστε να φαίνονται οι ιδιαίτερες ευθύνες, αλλά και η προσωπική συμβολή των στελεχών. Είναι μια διαδικασία που θα βοηθήσει την πολιτική ανάπτυξης των στελεχών, τη διαπαιδαγώγησή τους στο πνεύμα του ελέγχου, της κριτικής και αυτοκριτικής.

Πάντως πρέπει να προφυλαχτούμε και από μια τυπική κριτική και αυτοκριτική. Δεν αρκεί να αναγνωρίζουμε δημόσια τα λάθη μας Αυτό που έχει σημασία είναι να βρίσκουμε το κουράγιο, να καταχτούμε την ικανότητα να μην τα επαναλαμβάνουμε από όποια θέση και αν βρισκόμαστε. Στις σημερινές συνθήκες πρέπει όλοι να κριθούμε από τη συμμετοχή στα λάθη, από τη στάση μας στην υπεράσπιση του Κόμματος στις δύσκολες στιγμές, από τη στάση μας μετά τα λάθη.

Την προσυνεδριακή συζήτηση απασχόλησε το ερώτημα γιατί η ΚΕ που εκλέχτηκε από το 12ο Συνέδριο δεν μπόρεσε έγκαιρα να διαγνώσει την ανάπτυξη των αναθεωρητικών, σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων και έγκαιρα να πάρει μέτρα ώστε να αποσοβηθεί η έκταση και το βάθος της κρίσης, να περιορισθούν οι απώλειες.

Νομίζουμε ότι οι θέσεις καλύπτουν την απάντηση. Αποδείχθηκε ανεπαρκής, γιατί δεν εκτίμησε, από τα πρώτα κρούσματα, τη φύση του προβλήματος: Υποτίμησε τις αιτίες διάσπασης της ΚΝΕ του 1989, το κύμα

αμφισβήτησης, και τα κρούσματα παραβίασης αρχών του Κόμματος που εμφανίστηκαν στις συνδιασκέψεις του 1990, κάτω και από την επίδραση των εξελίξεων του 1989.

Η ανασυγκρότηση

Το Κόμμα μας έκανε αρκετά μεγάλη προσπάθεια για την ανασυγκρότησή του. Συγκροτήθηκαν ΚΟΒ, αναδείχθηκαν νέα στελέχη, καλύφθηκαν κενά οργανωτικού χαρακτήρα. Μπήκε κάποια τάξη στα οικονομικό. Το πιο παρήγορο είναι ότι άρχισε να μπαίνει νέο αίμα στις γραμμές μας.

Καλούμε όσους παραιτήθηκαν ή αδρανοποιήθηκαν ή για διάφορους λόγους βρέθηκαν έξω από τις γραμμές του Κόμματος να ξανασκεφτούν αυτές τις δύσκολες ώρες για τον τόπο μας και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Να πάρουν τη μεγάλη απόφαση της επιστροφής στο ΚΚΕ ή της συνεργασίας με τις ΚΟΒ. Κάθε ΚΟΒ, κάθε νομαρχιακή οργάνωση πρέπει να διαμορφώσει συγκεκριμένο πρόγραμμα δουλιάς στον τομέα αυτόν, να αναζητήσει συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας. Δεν επιτρέπεται το ζήτημα αυτό να μένει στο αυθόρμητο και στις φραστικές εκκλήσεις. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και σύντροφοί μας οι οποίοι στην αρχική φάση πέρασαν στο «Συνασπισμό» και σήμερα τον έχουν εγκαταλείψει. Πρόκειται για έναν υπολογίσιμο αριθμό μελών αλλά και στελεχών του Κόμματος.

Παρόλες τις έντονες δυσκολίες που περάσαμε ως Κόμμα, είχαμε μια αρκετά έντονη πολιτική παρουσία που, παρά τη σκόπιμη υποβάθμισή της, έγινε αισθητή. Ηταν μια περίοδος δύσκολη, γιατί έπρεπε να αντίπαλέψουμε φαινόμενα αποδιοργάνωσης, απογοήτευσης, προχειρότητας, απόσπασης από τα κοινωνικό κινήματα, ιδιαίτερα από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

Αργοπορούμε όμως ακόμα στην κατάχτηση ποιοτικών χαρακτηριστικών στη δουλιά μας και ιδιαίτερα στη δραστήρια κινητοποίηση όλων των κομματικών δυνάμεων, στην αποτελεσματικότητα δράσης. Η υπεράσπιση του Κόμματος δεν μπορεί να περιορίζεται στα λόγια, με τη διακήρυξη αρχών, με τη συναισθηματική έξαρση, όταν δεν συνοδεύεται από προσφορά και δράση. Αρκετοί σύντροφοι νιώθουν μια επικίνδυνη εφησύχαση. Νομίζουν ότι, αφού αποχώρησε από το Κόμμα η ομάδα εκείνη που επεδίωκε τη διάλυσή του, όλα θα γίνουν εύκολα. Ακριβώς τώρα χρειάζεται πολύ περισσότερη δράση. Ακριβώς τώρα δεν μπορεί να υπάρχουν δικαιολογίες να αναπαράγονται φαινόμενα χαλαρότητας, προχειρότητας, τυπικότητας, διάστασης λόγων και έργων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι κακοδαιμονίες αρχίζουν πρώτα απ’ όλα από τη διάσταση λόγων και έργων.

Δεν επαρκεί η μαχητική υπεράσπιση των αρχών, όταν δεν συνδέεται με τη μαχητική καθημερινή δράση, με την αυτοθυσία, με τη συνεχή κατάχτηση και ανανέωση των γνώσεων, την έντονη διάθεση και προσπάθεια για συμμετοχή στη διαμόρφωση αποφάσεων και προγραμμάτων δράσης κατά χώρο.

Η ανασυγκρότηση του Κόμματος πρέπει να κατανοηθεί ως ανασυγκρότηση πριν από όλα στο επίπεδο της ΚΟΒ. Ειδική φροντίδα για την κομματική οικοδόμηση στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις αλλά και για την ανασυγκρότηση της ΚΝΕ με αφετηρία επίσης τη συγκρότηση ΟΒ από μικρές ηλικίες. Η ανασυγκρότηση του Κόμματος δίχως ανασυγκρότηση της ΚΝΕ είναι σχεδόν αδύνατη, είναι προσπάθεια χωρίς προοπτική. Το κάθε μέλος του Κόμματος πρέπει να νιώσει ότι είναι άμεσα, προσωπικά υπεύθυνο για την τύχη των αποφάσεων, ότι κρατά την τύχη του Κόμματος στα χέρια του. Το ίδιο ισχύει και για τη βοήθεια προς την ΚΝΕ.

Η κρίση στο Κόμμα έπληξε περισσότερο τις νεότερες ηλικίες σε σύγκριση με τους συντρόφους που έζησαν τη μακρόχρονη πορεία του Κόμματος από την κατοχή και μετά. Ομως αυτός δεν είναι λόγος να παράγονται απόψεις του τύπου, οι νέοι -χάλασαν» το Κόμμα. Χάρη και στους συντρόφους των προηγούμενων γενεών το Κόμμα κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Αυτό είναι αλήθεια. Στις σοσιαλδημοκρατικές απόψεις δεν προσχώρησε παρά μόνον ένα μικρό τμήμα από τις νεότερες ηλικίες του Κόμματος. Δική μας ευθύνη είναι η ανανέωση του Κόμματος και η ταξική, κομματική, ιδεολογική διαπαιδαγώγηση των νεότερων ηλικιών και ιδιαίτερα των νέων μελών. Η σταθερότητα καταχτιέται, δεν υπάρχει από την αρχή δοσμένη σε κανέναν.

Μετά το συνέδριο η νέα ΚΕ πρέπει να προσανατολισθεί και να αφιερώσει χρόνο για βοήθεια προς την ΚΝΕ. Το ΚΚΕ προσβλέπει σε μια Κομμουνιστική Νεολαία μαζική, νεανική, ριζωμένη στους χώρους δουλιάς όπου απασχολούνται νέες ηλικίες, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους χώρους που συγκεντρώνονται νέοι και νέες υπολογίζοντας τις ανάγκες, τα προβλήματα και τα ενδιαφέροντά τους.

Το ΚΚΕ προσβλέπει σε μια ΚΝΕ που θα προσαρμόζει τις γενικές πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις του Κόμματος στο χώρο της νεολαίας, με όλες τις ιδιαιτερότητες που αυτή έχει. Μια ΚΝΕ που θα καλλιεργεί το ενδιαφέρον για τη γνώση και την κριτική στάση απέναντι της, το ενδιαφέρον για πολιτισμό, ψυχαγωγία και δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Μια ΚΝΕ, που θα αναδείχνεται πρωτοπόρα στο πεδίο των αξιών, των ιδεών αλλά και της καθημερινής δράσης. Μια ΚΝΕ που θα εμπνέει, θα πείθει, θα συνομιλεί με τους νέους στη γλώσσα των προβλημάτων και των ενδιαφερόντων τους, θα συμπεριφέρεται δημοκρατικά, θα σέβεται την προσωπικότητα των νέων. Για το νεολαιίστικο κίνημα, για την ελληνική κοινωνία είναι απαραίτητη περισσότερο από ποτέ η ύπαρξη και δράση της ΚΝΕ. Μια ΚΝΕ που θα αποδείχνει με τη δράση των μελών και των στελεχών της ότι η νεολαία της εποχής μας δεν είναι χαμένη, απογοητευμένη. Δεν αναζητά τον παράδεισο του καταναλωτισμού, του ποτού και των ναρκωτικών. Δεν είναι η νεολαία των χαμένων ευκαιριών και του εύκολου κέρδους, όπως την παρουσιάζουν. Είναι ριζοσπαστική, ρομαντική, έχει όνειρα και ιδανικά που δεν συμβιβάζονται με τον απάνθρωπο καπιταλισμό. Μια ΚΝΕ που στέκεται με σεβασμό στο παρελθόν του εργατικού κινήματος και του Κόμματος και φιλοδοξεί να καταθέσει τη δική της συμβολή στο νεολαιίστικο και γενικότερα στο λαϊκό κίνημα της χώρας.

Ανασυγκρότηση του Κόμματος σημαίνει κάτι παραπάνω από την ουσιαστική πολιτική λειτουργία των ΚΟΒ, που και αυτή δεν έχει καταχτηθεί. Σημαίνει συμμετοχή στη διαμόρφωση αποφάσεων, ευθύνη δράσης στα κοινωνικά προβλήματα και στο μαζικό κίνημα. Σημαίνει συλλογικό και ατομικό έλεγχο αποτελεσμάτων της δουλιάς, ενασχόληση με το σύγχρονα ιδεολογικά προβλήματα, αποκατάσταση της σχέσης με τη θεωρία. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόση ανάγκη να συνδέεται η διανοητική με την πρακτική, οργανωτική δουλιά.

Η ανασυγκρότηση του Κόμματος θα μείνει στη μέση αν κάθε μέρα, κάθε ώρα δεν μας απασχολεί όλους η στρατολογία εργατών και εργατριών και νέων σε ηλικία, πρωτοπόρων αγωνιστών. Τα στελέχη και μέλη του Κόμματος πρέπει να δουν στις σημερινές συνθήκες την την ηθική διάσταση του κομμουνιστή και της κομμουνίστριας που με τη στάση τους στον τόπο δουλιάς, κατοικίας στην οικογένειά τους, στις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, το πνεύμα αυτοθυσίας και ανιδιοτέλειας, ανεβάζουν το κύρος του ΚΚΕ.

Είναι επικίνδυνο το φαινόμενο της λειψής ανάδειξης γυναικών στα όργανα Δεν εκφράζει μόνον τις ιδιαίτερες δυσκολίες που συναντούν τα γυναικεία στελέχη, αλλά και την επιβίωση και συνεχή αναπαραγωγή αναπαραγωγή αναχρονιστικών αντιλήψεων στις γραμμές μας. Στις γραμμές μας σήμερα συμμετέχουν συντρόφισσες που δεν έχουν βοηθηθεί και ενθαρρυνθεί, δεν αξιοποιούνται ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Η όλη οργάνωση της κομματικής δουλιάς δεν παίρνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες τους, τις πρόσθετες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν εξαιτίας της κοινωνικής ανισοτιμίας και των προκαταλήψεων. Από τα πρώτα προβλήματα που πρέπει ν’ αντιμετωπίσει η νέα ΚΕ είναι η κομματική δουλιά στις γύρες με αξιοποίηση και της παλαιότερης θετικής πείρας.

H νέα δομή του Κόμματος

Το πέρασμα στη νέα δομή αποδείχνεται σύνθετο συνθήκες κρίσης που βρέθηκε το Κόμμα. Η νέα ΚΕ πρέπει να μελετήσει τις μορφές και μεθόδους καθοδήγησης των Νομαρχιακών Επιτροπών. Το ίδιο πρόβλημα πρέπει να απασχολήσει τις Νομαρχιακές για τις ΚΟΒ. Τη νέα δομή ήδη τη διαμορφώσαμε και θα τη δοκιμάσουμε από τώρα. Στην πορεία θα χρειαστεί να μελετήσουμε τα συμπεράσματα, τις δυνατάτητές της και τα νέα προβλήματα που θα αναδείξει.

Πρέπει να τηρηθεί πιστά η κατεύθυνση η νέα δομή να ενισχύσει τη δουλιά της ΚΟΒ. Να αποκατασταθεί η στενή σχέση ανάμεσα στην καθοδήγηση και την κομματική βάση. Κλειδί για την προώθηση της νέας δομής είναι η ποιότητα δράσης των νομαρχιακών οργάνων, έχουν την άμεση ευθύνη καθοδήγησης των ΚΟΒ. Βάση της δράσης της Νομαρχιακής Επιτροπής – στα πλαίσιο των γενικότερων αποφάσεων της ΚΕ – πρέπει να είναι τα προβλήματα του χώρου ευθύνης τους. Σε αυτή τη βάση να αναπτύσσεται και να εξειδικεύεται η ιδεολογκή πολιτική δουλιά της συγκεκριμένης οργάνωσης. Η Νομαρχιακή Επιτροπή δρα στα πλαίσια ενός όσο γίνεται ολοκληρωμένου προγράμματος για την ανάπτυξη της περιοχής και τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων. Στη βάση αυτού του προγράμματος καθοδηγεί τα μέλη του Κόμματος στην πολιτική και μαζική δραστηριότητα, προωθεί πολιτικές πρωτοβουλίες, αναπτύσει δραστηριότητα για τη διαμόρφωση του κοινωνικού συνασπισμού στη βάση, επιδιώκει επίσης κοινή δράση με άλλες πολιτικές δυνάμεις σε συγκεκριμένα προβλήματα του χώρου.

Η Νομαρχιακή Επιτροπή κινείται κάθε φορά με συγκεκριμένους στόχους για την ανάπτυξη της συνδικαλιστικής και πολιτικής επιρροής του Κόμματος.

Η ανασυγκρότηση του Κόμματος είναι πιο σύνθετη και επίπονη σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά, μα και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, όχι μόνο γιατί υπήρξαν ρκό μεγαλύτερες απώλειες, αλλά και γιατί από το ’84 και μετά εμφανίζεται μια υποχώρηση δυνάμεων μας στις περιοχές αυτές. Επιπλέον, η κοινωνική διαστρωμάτωση και ο τρόπος ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα κάνουν πολύ πιο δύσκολη την αποτελεσματικότητα της δράσης.

Στα μεγάλοαστικά κέντρο πρώτο καθήκον μας είναι η δράση στην εργατική τάξη και τη νεολαία, με ιδιαίτερους στόχους στο γυναικείο πληθυσμό. Το καθήκον αυτό δεν πρέπει να εννοείται ως ιδιαίτερος προσανατολισμός. Είναι βοσικάς στόχος δράσης, που διευκολύνει τη συνολικότερη δουλιά και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα- συμμάχους της εργατικής τάξης.

Η νέα δομή απαιτεί μεγαλύτερο αριθμό επαγγελματικών στελεχών σε σχέση με σήμερα. Η ανάδειξη των επαγγελματικών στελεχών πρέπει να στηριχθεί στη θετική και αρνητική πείρα που αποκτήθηκε τα τελευταία

χρόνια.

Λόγω της συγκεκριμένης κατάστασης που βρίσκεται σ’ημερα η κομματική ανασυγκρότηση, κυριαρχεί έντονα η οργανωτκή πλευρά. Ομως δεν είναι καθήκον στενά οργανωτικά, δεν πρέπει να εξελιχθεί σε μια στείρα οργανωτίστικη διαδικασία.

Στοχοι μας είναι:

Nα κατακτηθεί η ιδεολογική ενότητα και ενιαία δράση του κόμματος, που τραυματίστηκε βαθιά στη διάρκεια της κρίσης. Η αφοσίωση στις αρχές του Κόμματος, στη θεωρία, στις αποφάσεις του συνεδρίου δεν θα είναι σταθερή, αν δεν στηρίζεται στη βαθύτερη αφομοίωσή τους και στην καθημερινή συμμετοχή στη δράση. Να αναπτυχθεί με επιχειρήματα και τεκμηριωμένο τρόπο το ιδεολογικό μέτωπο ενάντια σε νεοφιλελεύθερες, ρεφορμιστικές, αναθεωρητικές, αριστερίστικες απόψεις, με κριτική, διάλογο και με φροντίδα να προβάλονται θετικά οι δικές μας ιδέες και πεποιθήσεις με τρόπο απλό, κατανοητό, πειστικό.

Να εγγυηθούμε την τήρηση του Καταστατικού και των αρχών λειτουργίας του Κόμματος. Να αναπτυχθεί σε όλη την κλίμακα η συλλογικότητα και η δημοκρατική λειτουργία, η ανοιχτή, ειλικρινής συζήτηση στα όργανα και τις ΚΟΒ. Να διασφαλιστεί στην πράξη η ενημέρωση και πληροφόρηση των μελών του Κόμματος για κάτι που απασχολεί και συμβαίνει στο Κόμμα. Να μην επιτρέψουμε ποτέ, για κανένα λόγο φαινόμενα ομαδοποίησης, παρέας, που είναι η αρχή της καθιέρωσης τάσεων και φραξιονισμού. Να μην επιτρέψουμε φαινόμενα στελέχη να επηρεάζουν με προσωπικές τους απόψεις, συντρόφους που καθοδηγούν. Να μην υποτιμήσουμε ότι εμφανίζονται τέτια σποραδικά φαινόμενα ακόμα και σήμερα. Ολα τα προβλήματα να συζητούνται δημοκρατικά και οργανωμένα με βάση το Καταστατικό σε όλο το Κόμμα. Τα πιο δύσκολα θα επιλύονται με τη συμμετοχή στη συζήτηση όλων των κομματικών μελών. Η συλλογικότητα στην προετοιμασία των εισηγήσεων, στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των αποφάσεων, είναι γενική αρχή που πρέπει να τηρηθεί απαρέγκλιτα. Κανένας δεν εξαιρείται από αυτόν τον κανόνα.

Να αποκατασταθεί η σωστή σχέση των μελών του Κόμματος και των οργανώσεων με τη θεωρία: Απαιτείται συνεχής μελέτη, με αφετηρία τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα και τα καθημερινά γεγονότα και ταυτόχρονα μελέτη νέων θεωρητικών ζητημάτων.

Να αναβαθμίσουμε τη θεωρητική και πολιτιστική, επιστημονική δουλιά μέσα στο Κόμμα με τη μέγιστη κινητοποίηση και αξιοποίηση όλων των κομματικών και εξωκομματικών δυνάμεων που μπορούν να βοηθήσουν. Στο Κόμμα μας πρέπει να λειτουργήσει υψηλού επιπέδου σχολή στελεχών, που να συμπληρώνεται με κεντρικά και τοπικά σεμινάρια, ημερίδες, διαλέξεις για την καλύτερη προσέγγιση της θεωρίας, την ιδεολογική και επιστημονική κατάρτιση.

Η πολιτική πάλη σήμερα απαιτεί πληρέστερη επιστημονική και ιδεολογική στήριξη. Ολα τα μέλη του Κόμματος, ανεξάρτητα από μορφωτικό επίπεδο, έχουν προϋποθέσεις να ανυψώσουν το προσωπικό τους επίπεδο πολιτικής και θεωρητικής κατάρτισης. Αρκεί να κατανοήσουν την ανάγκη αυτή και τη σημασία της για τη συλλογική δουλιά του Κόμματος. Να στηρίζουν τη μελέτη της θεωρίας στα πραγματικά γεγονότα της ζωής, στην κοινωνική πραγματικότητα.

Να δράσουμε επιτελικά, με πρόβλεψη και διορατικότητα, με στόχο την αύξηση της δύναμης και της επιρροής του Κόμματος, την προώθηση του κοινωνικού συνασπισμού και της πολιτικής προοδευτικής διεξόδου.

Είναι δυνατή η άνοδος της επιρροής του Κόμματος, η επανακατάκτηση θέσεων που είχαμε στο μαζικό κίνημα και η διεύρυνσή τους, αν ανοιχτούμε με συνέπεια στη λαϊκή μαζική δράση. Να επανακτήσουμε την ευαισθησία και το αίσθημα ευθύνης απέναντι στους εργαζόμενους. Δεν λογοδοτούμε μόνον απέναντι στην ΚΟΒ και στα όργανα, αλλά και στην εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα – καταπιεζόμενα κοινωνικά στρώματα.

Αύξηση της επιρροής μας στο μαζικό κίνημα σημαίνει όχι μόνο νέες θέσεις στα μαζικό όργανα, αλλά και ικανότητα να πρωτοστατούμε με πειθώ και δημοκρατικές διαδικασίες στην οργάνωσή τους. Να επιδρούμε στο σωστό προσανατολισμό του μαζικού κινήματος, στην αυτοτέλειά του, στην πολιτικοποίησή του. Οχι με την έννοια της μετατροπής του σε πολιτικό κίνημα, αλλά με την έννοια ότι μέσα στο μαζικό κίνημα πρέπει να ωριμάζουν στόχοι και αιτήματα που οδηγούν σε γενικότερες ανακατατάξεις στην κοινωνική και πολιτική συνείδηση.

Ο κοινωνικός συνασπισμός είναι βασική επιδίωξη της καθημερινής προσπάθειας των ΚΟΒ στα κοινωνικά κινήματα του χώρου τους. Δηλαδή ο συντονισμός, η κοινή δράση, οι κοινές διεκδικήσεις. Να συμβάλουμε σε πρωτοβουλίες για την αναδιοργάνωση και αναζωογόνηση του γυναικείου κινήματος που πέρασε τη δική του κρίση προσανατολισμού και σήμερα αναπροσαρμόζει τους στόχους και τα αιτήματά του. Το Κόμμα μας, που έχει δόσει τη δική του ιστορική συμβολή στην πάλη για τη χειραφέτηση της γυναίκας, σήμερα πρέπει να ανακτήσει τον πρωτοπόρο ρόλο του στον τομέα αυτόν. Να συμβάλει στην αναζωογόνηση του γυναικείου κινήματος. Να δόσει έμπρακτες αποδείξεις ότι εφαρμόζει τις διακηρύξεις του για το κίνημα παιδείας, υγείας, ειρήνης, πολιτισμού, κατά των ναρκωτικών, προστασίας του περιβάλλοντος. Να έρθουμε σε επαφή με τους ανθρώπους του πνεύματος και της Τέχνης. Να γνωρίσουμε περισσότερο τα προβλήματα και τις αναζητήσεις τους, το έργο και την προσφορά τους. Να εκφράσουμε τα αιτήματα και τις ανάγκες τους.

Να δράσουμε σε όλα τα κινήματα και μέτωπα πάλης, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα των εργαζομένων. Κανένα πρόβλημα δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους, θα εκφράζουμε τις ανάγκες των εργαζομένων και θα συμβάλουμε στον κοινωνικό συνασπισμό, μόνον αν στο κέντρο της προσοχής μας βρίσκεται η ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική δράση στην εργατική τάξη, στους τόπους δουλιάς. Αν την κομματική οικοδόμηση τη στηρίξουμε στα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Οσο δυναμώνει η δουλιά μας στην εργατική τάξη, τόσο θα εμπλουτίζουμε και θα τελειοποιούμε τις ικανότητές μας για δουλιά και στα άλλα κοινωνικά στρώματα και κινήματα. Η αποδυνάμωση της επιρροής μας στην εργατική τάξη οδήγησε συνολικά στη χαλάρωση των δεσμών μας με τους εργαζόμενους. Στο κέντρο, λοιπόν, η εργατική τάξη, αλλά και στην προσοχή μας η αγροτιά, που δοκιμάζεται, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, θύματα του πιο άνισου ανταγωνισμού, οι μισθωτοί επιστήμονες.

Να αναπτύσσουμε συνεχώς τη δημοκρατική λειτουργία των οργανώσεων, τη συλλογικότητα, την ενημέρωση, την πληροφόρηση των μελών του Κόμματος, τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια στη δράση και τα προβλήματα που συναντά η ΚΕ.

Η νέα ΚΕ χρειάζεται να αποδείξει έμπρακτα ότι προσπαθεί να κατακτά την επάρκεια στην επεξεργασία πολιτικών και θεωρητικών προβλημάτων στην καθοδηγητική δουλιά Οτι είναι σε θέση να αξιοποιήσει με τρόπο δημιουργικό τα συμπεράσματα από την κρίση που πέρασε το Κόμμα. Βασικό της γνώρισμα πρέπει να είναι η συλλογικότητα στη λειτουργία και τη δράση της. Αν δεν υπάρχει συλλογικότητα στην ΚΕ, είναι βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει συλλογικότητα σε όλο το Κόμμα. Το κύρος της ΚΕ ως καθοδηγητικού οργάνου τραυματίστηκε στη διάρκεια της κρίσης. Και το κύρος του Κόμματος δεν είναι εξασφαλισμένο, αλλά κατακτιέται στην πορεία της δουλιάς. Να μη μπερδεύουμε όμως την ανάγκη να είναι η ΚΕ κάτω από τον άγρυπνο έλεγχο των στελεχών και μελών του Κόμματος, με την αντικαθοδηγητική στάση και επιφύλαξη απέναντι στα στελέχη.

Η νέα ΚΕ πρέπει να αποδείξει ότι έχει τη θέληση και μπορεί να διασφαλίσει σωστή ανάδειξη, ανάπτυξη και διαπαιδαγώγηση του στελεχικού δυναμικού. Να προσανατολίζει έγκαιρα και εύστοχα τις κομματικές οργανώσεις. Να δίνει επίκαιρες απαντήσεις, να διασφαλίζει την ιδεολογική ενότητα, την ενιαία δράση. Να κατευθύνει τη δράση του ιδεολογικού και ερευνητικού τομέα. Να μην υποχωρεί απ’ την εφαρμογή των προγραμμάτων ιδεολογικής δουλιάς στο όνομα τρεχόντων καθηκόντων και να αναπροσαρμόζει το υλικό μελέτης και προβληματισμού ανάλογα και με τις ανάγκες της επικαιρότητας.

Τα μέλη της να επιζητούν τον έλεγχο της κομματικής βάσης. Να πρωτοστατούν στην τήρηση των αρχών λειτουργίας. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται φαινόμενα εγωισμού, αλαζονείας, αυτάρκειας και εφησυχασμού, αποξένωσης από την κομματική και κοινωνική βάση, που εμφανίσθηκαν σε μέλη της προηγούμενης ΚΕ. Η ανάπτυξη των στελεχών, η ανανέωση των γνώσεών τους, η τελειοποίηση των μεθόδων καθοδήγησης σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει έξω και σε αντίθεση με τις αρχές του Κόμματος, αλλά μόνο με τη δημιουργική εφαρμογή τους, τη στενή σύνδεση με την κοινωνική πραγματικότητα.

Η νέα ΚΕ είναι υποχρεωμένοι να οργανώσει τη δουλιά των τμημάτων της, φροντίζοντας να στηρίζεται στην επιστημονική γνώση, στη γενίκευση της πείρας από την κοινωνική πάλη, στη μελέτη των νέων προβλημάτων που ανακύπτουν, την προσωπική συμμετοχή στη δράση, ώστε τα τμήματα να μην αποκόβονται από την κομματική βάση και την κοινωνική δραστηριότητα.

Η καθοδηγητική δουλιά της ΚΕ στηρίζεται στην ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ενότητα, στη σωστή σύνδεση των άμεσων καθηκόντων με τα καθήκοντα προοπτικής.

Κριτήριο της αποδόσής της θα είναι η ποιότητα καθοδήγησης των οργανώσεων, η ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας των Νομαρχιακών Επιτροπών, η αποτελεσματικότητα της επιτελικής καθοδήγησης των κομμουνιστών στο μαζικό κίνημα με διαδικασίες που τονώνουν και ενισχύουν την αυτοτέλειά του.

Το καθήκοντα της ΚΕ είναι πολλά, πολύπλευρα και σύνθετα. Η νέα ΚΕ και τα παρακάτω όργανα πρέπει να συγκεντρώσουν την άμεση προσοχή τους: Στην εργατική τάξη και τη νεολαία, στο συνδικαλιστικό και νεολαιίστικο κίνημα, τομείς που έχει σημειωθεί υποχώρηση και έχουν εμφανισθεί ιδιαίτερα προβλήματα. Αυτό είναι βασική προϋπόθεση για την ανανέωση των γραμμών του Κόμματος, για την ανάπτυξη ισχυρού μαζικού κινήματος, δυνατής και ζωντανής ΚΝΕ.

ΚΟΒ ανοιχτές στους εργαζόμενους

Σήμερα, περισσότερο από το παρελθόν, η ανασυγκρότηση των ΚΟΒ εξαρτάται από τη βοήθεια των στελεχών τα οποία είναι υποχρεωμένα να γνωρίζουν τα προβλήματα του χώρου δράσης των οργανώσεων που καθοδηγούν.

Η συνέλευση της ΚΟΒ πρέπει να εξελίσσεται σε πολιτικό και κοινωνικό γεγονός στο χώρο δράσης της. Αυτό θα γίνει μόνον όταν το συγκεκριμένο περιεχόμενο των θεμάτων και των προτάσεων της αντλείται από τις εμπειρίες και τα προβλήματα του χώρου. Μόνον τότε οι κεντρικές πολιτικές αποφάσεις και κατευθύνσεις θα ζωντανεύουν και δεν θα μετατρέπονται σε στείρα καθηκοντολογία, αφυδατωμένη από πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο

Να χρησιμοποιήσουμε τις ανοιχτές γενικές συζήτησης με τους οπαδούς και φίλους του Κόμματος για συγκεριμένα τοπικά και κλαδικά προβλήματα. Οι καλύτερες αποφάσεις είναι αυτές που διαμορφώνονται, αφού έχει προηγηθεί αναζήτηση όσο γίνεται περισσότερων γνωμών και ειδικών γνώσεων.

Οι δημόσιοι απολογισμοί που καθορίζει το Καταστατικό δεν πρέπει να κατανοούνται τυπικά, αλλά σαν μια ζωτικής σημασίας ανάγκη.

Nα ξεπεράσουμε κάθε πνεύμα ρουτίνας, σχολαστικού και γραφειοκρατίας που υπάρχει στις γραμμές μας και γεννά τελικά την αμορφία και την ανοργανωσιά.

Να έλθουμε σε επαφή με τις πιο ζωντανές δυνάμεις του χώρου μας. Να ανακαλύψουμε κάθε φλέβα που η μας οδηγεί στη συνεργασία με τα προοδευτικά και αγωνιστικά στοιχεία της κοινωνίας.

Nα αναβαθμίσουμε τον προσωπικό και συλλογικό έλεγχο, τις διαδικασίες απολογισμού στις ΚΟΒ και δημόσια. Καμιά απόφαση δεν θα είναι ολοκληρωμένη, αν δεν έχει προηγηθεί μια ουσιαστική διαδικασία αξιοποίησης όλων των γνωμών. Η απόρριψη προτάσεων πρέπει να γίνεται με τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία. Τα στελέχη να αναλαμβάνουν κάποια καθήκοντα στις ΚΟΒ που ανήκουν, παίρνοντας υπόψη τις γενικότερες ευθύνες τους.

Το Κόμμα έχει ζωτική ανάγκη από νέο αίμα, από εργάτες, εργάτριες νέων ηλικιών και από άλλα κοινωνικά στρώματα. Η προσέλκυση νέων μελών, δεν μπορεί να γίνει με σχηματικά αριθμητικά πλάνα, θα είναι αποτέλεσμα της μαχητικής στάσης των κομμουνιστών στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, της διάδοσης της πολιτικής και ιδεολογίας μας. Κάθε οργάνωση, μέλος του Κόμματος πρέπει να έχει μόνιμη φροντίδα τη συγκρότηση νέων ΚΟΒ ιδιαίτερα σε εργασιακούς χώρους. Από τη δράση των ΚΟΒ στους εργασιακούς χώρους θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και η πολιτική ανάδειξης εργατικών στελεχών.

Η δουλειά των ΚΟΒ πρέπει να αναπτύσσεται με τρόπο που να διευκολύνει την πρόσβαση στις νέες ηλικίες. Να μάθουμε να μιλάμε στη γλώσσα των προβλημάτων της νέας γενιάς. Να σταθούμε δίπλα στην ΚΝΕ, με το δικό μας παράδειγμα προσέγγισης της νέας γενιάς και των προβλημάτων της.

Το οικονομικά του Κόμματος

Η ΚΕ που εκλέχθηκε μετά το 13ο Συνέδριο βρέθηκε σε μια νέα επιδείνωση της κακής οικονομικής κατάστασης του Κόμματος. Οι συνδρομές των μελών του Κόμματος ακόμα και σήμερα δεν βρίσκονται σε ικανοποιητικό επίπεδο. Το πρόβλημα αυτό ανάγεται σε ζήτημα αρχής, κομματικής τάξης. Η άμβλυνση συνειδήσεων χαρακτήρισε ιδιαίτερα εκείνο το τμήμα των καθοδηγητικών στελεχών που έφυγε από το Κόμμα και ανάμιξε τα οικονομικά στην ιδεολογική διαμάχη. Ομως ο φιλελευθερισμός στο θέμα αυτό και η αδιαφορία έπληξαν το σύνολο του κομματικού δυναμικού με αποτέλεσμα να πέσουν στο κατώτατο σημείο τα οικονομικά του Κόμματος.

Η ΚΕ πήρε ορισμένα μέτρα για να μπει τάξη στα οικονομικά. Ξεκαθάρισε το ζήτημα των κομματικών επιχειρήσεων με τους πρώην συντρόφους που αποχώρησαν, έκανε δραστικές περικοπές στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Μείωση εξόδων έγινε και στην κίνηση της ΚΕ, στις αποζημιώσεις στελεχών, κυρίως λόγω των αποχωρήσεων, αλλά και με αντίστοιχη μείωση προσωπικού.

Η εξέταση των οικονομικών του Κόμματος έδειξε ότι τα τελευταία χρόνια ο έλεγχος κυρίως από το ΠΓ δεν ήταν στενός, δεν έμπαινε σε βάθος για τη σκοπιμότητα των εξόδων. Τα μέλη του ΠΓ και της ΚΕ που είχαν και την κύρια ευθύνη για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τα οποία σήμερα δεν είναι στις γραμμές μας, έκαναν αλόγιστες δαπάνες, κυρίως με υπερβολικές προσλήψεις, σε σημείο που μπορούμε να μιλάμε για σπατάλη, παίρνοντας υπόψη την κατάσταση και τις δυνατότητες του Κόμματος.

Οι κομματικές επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια σήκωναν το κύριο βάρος της χρηματοδότησης των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της πληρωμής των χρεών που συσσωρεύονταν σταδιακά, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται και να εμποδίζεται η αποδοτικότητά τους. Η κατάσταση των επιχειρήσεων επιδεινώθηκε εξαιτίας και των εξελίξεων στις σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Σήμερα υπάρχει ένα μεγάλο χρέος που πρέπει να αποπληρωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του.

Η ΚΕ περιόρισε εξ αντικειμένου στο ελάχιστο τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Πρέπει τώρα να επανέλθουμε στο παλιό καθεστώς: Οι συνδρομές και οι ενισχύσεις, καθώς και οι οικονομικές εξορμήσεις με συγκεκριμένο στόχο και αντικείμενο, να αποτελέσουν τη βασική πηγή εσόδων του Κόμματος, σε συνδυασμό με την ορθολογική κατανομή των εξόδων. Ομως η σημερινή κομματική δύναμη δεν μπορεί να εξασφαλίσει στον αναγκαίο βαθμό τη χρηματοδότηση του Κόμματος και ιδιαίτερα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Η ΚΕ θεωρεί ότι είναι εντελώς απαραίτητη σήμερα η συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας για λόγους πραγματικών αναγκών. Αλλιώς θα υπάρξει χρεοκοπία, θα ακολουθήσουμε μια επιχειρηματική πολιτική που να στηρίζεται σε πολύ περιορισμένες, αποδοτικές δραστηριότητες στον εμπορικό τομέα, ώστε να μη σταματήσουν καθιερωμένες κομματικές δραστηριότητες, όπως η έκδοση εφημερίδας, η συνέχιση λειτουργίας του ραδιοσταθμού και του τηλεοπτικού καναλιού. Στην πορεία θα μελετήσουμε το ζήτημα των κομματικών επιχειρήσεων ανάλογα με τα αποτελέσματα.

Η απερχόμενη ΚΕ έχει διαμορφώσει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης, παρακολούθησης και ελέγχου των οικονομικών, που πρέπει να ενισχυθεί και να βελτιωθεί και από τη νέα ΚΕ σε συνεργασία με τη νέα Κεντρική Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου. Η οικονομική δραστηριότητά μας δεν μπορεί να βασίζεται γενικά και αφηρημένα στην ατομική εμπιστοσύνη, αλλά στο θεσμοθετημένο έλεγχο από το ΠΓ ως τις ΚΟΒ.

Η επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον του Κόμματός μας για παράνομες δραστηριότητες και για εξαρτημένη χρηματοδότησή του από το ΚΚΣΕ νομίζουμε ότι ήδη πρέπει να έχει βάλει σε γενικότερο προβληματισμό τους προοδευτικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους καλής θέλησης της χώρας μας. Είναι κάτι παραπάνω από αντικομμουνισμός. Σ’ αυτόν πρωτοστατούν και πρώην στελέχη με επικεφαλής τον Γρηγόρη Φαράκο. Είναι μια προσπάθεια να πληγεί ό,τι πιο καλό έχουν να επιδείξουν οι κομμουνιστές, η διεθνιστική αλληλεγγύη. Αποτελεί υποκρισία η εκστρατεία δυσφήμησης του ΚΚΕ ιδιαίτερα από κείνους που κατά καιρούς συγκάλυψαν τις ανομίες και τα σκάνδαλα που έχουν γίνει στη χώρα μας. θέλουν με τον τρόπο αυτό να εξομοιώσουν τους κομμουνιστές με εκείνους που με νόμιμους και παράνομους τρόπους διασπαθίζουν το δημόσιο χρήμα και πλουτίζουν από τον ιδρώτα και το μόχθο των εργαζομένων.

Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας

Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας του Κόμματος, «Ριζοσπάστης», «902», δέχθηκαν την περίοδο αυτή τις πιο σκληρές συνέπειες της κρίσης. Η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας τους είχαν παραβιαστεί. Ουσιαστικά είχαν μετατραπεί σε όργανα προβολής αντικομματικών και δήθεν ανανεωτικών, αλλά στην πραγματικότητα διαλυτικών, μηδενιστικών, και ηττοπαθών αντιλήψεων. Τραυματίστηκε βαθιά η σχέση τους με το Κόμμα, τα μέλη του, τους φίλους και οπαδούς. Η αναξιοπιστία τους οδήγησε στη μείωση της κυκλοφορίας και ακροαματικότητάς τους. Αποκορύφωμα αποτέλεσε πριν και μετά το 13ο Συνέδριο η προσπάθεια να αυτονομηθεί ο «Ριζοσπάστης» από την ΚΕ του Κόμματος. Η προσπάθεια τελικά δεν πέρασε και καταδικάστηκε από την πλειοψηφία των αντιπροσώπων του 13ου Συνεδρίου και την ΚΕ που αναδείχθηκε από αυτό.

Τα σοβαρά αυτά προβλήματα περιόρισαν το ρόλο και την εμβέλεια των μέσων μαζικής επικοινωνίας σε μια περίοδο που απαιτούνταν έντονη ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση.

Από το καλοκαίρι άρχισε με αργά βήματα η προσπάθεια ανασυγκρότησης και στο χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Σήμερα έχει αποκατασταθεί η φυσιογνωμία τους. Ομως ακόμα παραμένει το πρόβλημα ποιότητας και αντιστοιχίας τους με τα καθήκοντα της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης του Κόμματος. Ξεκίνησε η πορεία αποκατάστασης των δεσμών τους με τα μέλη του Κόμματος και τους οπαδούς, όμως η κυκλοφοριακή άνοδος και η ακροαματικότητά τους προχωρεί με πολύ αργούς ρυθμούς. Είναι ένας δείκτης της σχέσης του κομμουνιστή με το διάβασμα και τη μελέτη.

Μένουν πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν σε πολύ μικρό διάστημα: Να αποκατασταθεί πλήρως η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας τους με βάση τις σημερινές απαιτήσεις. Ο στόχος αυτός για να προωθηθεί πρέπει να στηριχθεί στην εύστοχη, εύληπτη και αποτελεσματική προβολή της πολιτικής και των θέσεων του ΚΚΕ, στην επιχειρηματολογημένη κριτική των απόψεων που διακινούνται στην κοινωνία. Στη δημιουργική ενημέρωση για τις διεθνείς εξελίξεις, για τη ζωή των κομμουνιστικών κομμάτων. Ο «Ριζοσπάστης» σε κάθε σελίδα του και γραμμή να ξεχωρίζει για τη διαφορετική πολιτική, την ιδεολογική και ταξική του στάση, την εγκυρότητα, τη ζωντάνια, την ουσία και το βάθος των δημοσιευμάτων. Να δίνονται εύστοχες απαντήσεις, επιχειρηματολογημένες, στις αντικομμουνιστικές επιθέσεις.

Ο Ρ.Σ. «902» να δυναμώσει και να πλουτίσει τις πολιτικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες. Να στραφεί περισσότερο στην προβολή των καυτών καθημερινών προβλημάτων με μορφές και τρόπους ζωντανούς, που φέρνουν το σταθμό κοντά στους εργαζόμενους. Να διαδίδει και να αυξάνει τις γνώσεις.

Οι εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και πρώτα τα στελέχη και μέλη του ΚΚΕ, έχουν πρώτιστο χρέος την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, τη συνεχή καθημερινή προσπάθεια για κατάκτηση της επάρκειας.

Τα κομματικά μέσα ενημέρωσης, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις σημερινές απαιτήσεις, έχουν αναντικατάστατη προϋπόθεση την ολόπλευρη στήριξη όλου του Κόμματος.

Νιώθουμε ικανοποιημένοι που σε δύσκολες ώρες το Κόμμα μας προχώρησε στην εφαρμογή παλιότερης απόφασης για λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού. Εχουμε όμως υποχρέωση να πάρουμε όλα τα μέτρα ώστε ο σταθμός να γίνεται όλο και καλύτερος, και εξίσου απαραίτητο, να μεγαλώνει την εμβέλειά του.

***

Δυο χρόνια τώρα περάσαμε δύσκολες ώρες. Ζήσαμε μια κρίση βαθιά που τραυμάτισε το Κόμμα και τους δεσμούς του με την εργατική τάξη. Η σημερινή κατάσταση του Κόμματος είναι αντιστρέψιμη. Οχι μόνο γιατί το απαιτούν οι σημερινές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, αλλά γιατί και εμείς είμαστε αποφασισμένοι να την αντιστρέφουμε με πράξεις. Να μην επιτρέψουμε η αντιπαράθεση με τους λεγόμενους -ανανεωτές» να τραυματίσει στη συνείδησή μας την πραγματική κομμουνιστική ιδέα της ανανέωσης που είναι συνυφασμένη με την ιδεολογία μας, με την ίδια την κοινωνική εξέλιξη. Στο Κόμμα μας σήμερα όλοι πιστεύουμε στη δίκαιη υπόθεση της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων για ριζικές αλλαγές, για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Πιστεύουμε όχι μόνο στις δικές μας ανεξάντλητες δυνάμεις, αλλά και στην αποτελεσματικότητα της ταξικής πάλης και των αγώνων. Τα λάθη μας, τα συμπεράσματα που βγάζουμε από αυτά είναι ένα καλό εφόδιο στην από δω και πέρα πορεία μας. Ακόμα καλύτερο εφόδιο είναι η ιστορική πορεία του Κόμματός μας, οι καταχτήσεις και η συνεισφορά του. Δεν αρκούν, βέβαια, οι αποσκευές του παρελθόντος, είναι όμως η απόδειξη ότι ο κομμουνιστής, όταν θέλει, μπορεί πολλά. Και εμείς σήμερα θέλουμε και είμαστε αποφασισμένοι να πετύχουμε.

Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ριζοσπάστης, 18.12.1991

Σχολιάστε